«Κάθησε εκεί, στον αέρα, μπροστά στο κρύο τζάκι και μου χαμογέλασε. Είχε τα

πόδια του σταυρωμένα, κουνιόταν μπρος-πίσω και ένευε με το κεφάλι. Σιγά σιγά

ξεθώριαζε, εξακολουθούσε να χαμογελά και έπειτα χάθηκε. Ήταν το πιο χαριτωμένο

πλάσμα που έχω δει ποτέ»… Ιστορίες (οικόσιτων) φαντασμάτων στις ΗΠΑ. Φιλικών

και λιγότερο καλόβολων.

Ιστορίες φαντασμάτων. «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν», λέει η

Μπέβερλι Λίτσινγκερ, ιδρύτρια της Ένωσης Φαντασμάτων και Πνευμάτων του Μέριλαντ

Το συγκεκριμένο ήταν ένα από τα πέντε καλοπροαίρετα φαντάσματα που κατοικούσαν

στο βικτωριανό σπίτι της Έλεν Άκλεϊ, στο προάστιο Νάγιακ της Νέας Υόρκης. Αυτό

τουλάχιστον ισχυρίστηκε η ίδια σε ένα άρθρο της στο περιοδικό «Reader’s

Digest», τον Μάιο του 1977. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αγόρασε το σπίτι ένας

άνδρας, ονόματι Τζέφρι Σταμπόφσκι. Μόλις υποψιάστηκε, ωστόσο, ότι ήταν

στοιχειωμένο απαίτησε πίσω τα χρήματά του – και τα πήρε. Κατέφυγε στη

δικαιοσύνη και δικαιώθηκε. Ο Σταμπόφσκι ήταν τυχερός. Διότι το 1995, η Νέα

Υόρκη και πολλές άλλες αμερικανικές πολιτείες ψήφισαν τους γνωστούς ως

«στιγματισμένους» νόμους περί ακινήτων: οι κτηματομεσίτες, απεφάνθησαν, είναι

υποχρεωμένοι να ενημερώνουν τους υποψήφιους αγοραστές για τυχόν στέγες που

στάζουν ή άλλες ατέλειες στην κατασκευή. Οι άυλες «ατέλειες» ωστόσο – ένας

φόνος που διαπράχθηκε στο σπίτι, μια αυτοκτονία (ή ένα φάντασμα)

προστατεύονται από τη σιωπή.

Αγοράζεις λοιπόν ένα σπίτι και σύντομα ανακαλύπτεις ότι τα αντικείμενα

μετακινούνται μόνα τους, ότι τα φώτα ανάβουν χωρίς να έχεις πειράξει τον

διακόπτη και κάποιο αόρατο μάτι σε παρακολουθεί. Τι κάνεις; Μα, φυσικά,

φωνάζεις τους «κυνηγούς φαντασμάτων»! Την Εταιρεία Ερευνών Φαντασμάτων της

Βιρτζίνιας. Ή την Ένωση Φαντασμάτων και Πνευμάτων του Μέριλαντ. Ή τον Σύλλογο

Κυνηγών Φαντασμάτων της Ουάσιγκτον. Οι τοποθεσίες δεν είναι τυχαίες.

Θεωρούνται από τους ειδικούς οι πλέον δημοφιλείς στα (αμερικανικά) φαντάσματα:

«Το Μέριλαντ έχει τουλάχιστον 30 ή 40 στοιχειωμένα σπίτια», λέει η Μπέβερλι

Λίτσινγκερ, ιδρύτρια της τοπικής ένωσης. «Η Βιρτζίνια έχει περισσότερα από 20.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν». Κι άλλοι που δεν πιστεύουν, αλλά τους

πείθουν τα γεγονότα…

«Μην ενοχλείτε». Ας πάρουμε την περίπτωση μιας μητέρας και του γιου

της, από το Έλικοτ Σίτι. «Ο γιος ήταν έφηβος και άκουγε διαρκώς μουσική στη

διαπασών», θυμάται η Λίτσινγκερ. «Ένα βράδυ βρισκόταν στο υπόγειο, η ένταση

στο μάξιμουμ, όταν ξαφνικά άρχισε να ακούει φωνές και να βλέπει αντικείμενα να

μετακινούνται μέσα στο χώρο. Τρομοκρατημένος, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και

έκλεισε πίσω του με δύναμη την πόρτα. Κατόπιν, συνειδητοποιώντας ότι είχε

αφήσει το φως αναμμένο, άνοιξε την πόρτα, τέντωσε το χέρι για να φτάσει τον

διακόπτη… και “κάποιος” του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα».

Όταν υπάρχουν, σε ένα σπίτι, υποψίες για υπερφυσική δραστηριότητα, «στέλνουμε

μία ομάδα παρακολούθησης. Προσπαθούμε να “συλλάβουμε” το πνεύμα σε μία ηχητική

κασέτα ή βιντεοκασέτα. Ελέγχουμε τη θερμοκρασία του δωματίου και την

ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα χρησιμοποιώντας έναν ειδικό ανιχνευτή». Οι

«κυνηγοί φαντασμάτων» παίρνουν τη δουλειά τους στα σοβαρά. Και τονίζουν ότι

πρωταρχικός σκοπός τους, σε πείσμα του «τίτλου» τους, δεν είναι να διώξουν το

φάντασμα αλλά να το συμφιλιώσουν με τους (υπόλοιπους) ενοίκους.

Η Λίτσινγκερ επικοινώνησε με το συγκεκριμένο «αφιλόμουσο» φάντασμα και έμαθε

ότι: «Ήταν μία πολύ, πολύ, πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και δεν της άρεσε η

μουσική. Άφησε όμως να εννοηθεί ότι αν το αγόρι σταματούσε να τη βάζει δυνατά,

θα σταματούσε κι αυτή να το ενοχλεί».

Επειδή όμως ο νεαρός δεν ήταν πρόθυμος να αποχωριστεί τα ντεσιμπέλ, η

οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει.

Η συμφιλίωση. Παρ’ όλα αυτά, «οι άνθρωποι συμφιλιώνονται συχνά με τα

φαντάσματα. Είναι κι αυτά άνθρωποι, άλλωστε, σε μία άλλη ενσάρκωση. Και όπως

ακριβώς κι εμείς, δεν τους αρέσει να τα αγνοούν. Θέλουν να αναγνωρίζεται η

παρουσία τους. Θυμάμαι μία κυρία, της άρεσε που το σπίτι της ήταν

στοιχειωμένο, έλεγε πως υπήρχε πάντα κάποιος να το προσέχει όταν εκείνη έφευγε

διακοπές». Ήταν, λέει, ένας γέρος με μοχθηρό ύφος που κοιτούσε διαρκώς από το

παράθυρο. Πού να πλησιάσουν οι επίδοξοι διαρρήκτες…

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Κίττυ Ξενάκη