Η γλυκιά και ευγενική φωνή στην άλλη άκρη τού (συνήθως – αλλά όχι αυτήν τη

φορά – παγερού, απρόσωπου) τηλεφωνικού δικτύου σπάει, γίνεται δεκάδες λυγμοί.

Χαρίζεις σε κάποιον ένα μικρό ζωάκι, του κάνεις δώρο ακόμη και ένα φυτό. Του

δίνεις κάτι δικό σου, γιατί το χρειαζόταν περισσότερο από σένα. Δεν μπορεί, θα

‘ρθεί η στιγμή που θα ρωτήσεις. «Τι κάνει; Είναι καλά; Όλα εντάξει;».

Εμείς δώσαμε καρδιά…

Μπορώ μόνο να φανταστώ, να αγγίξω μόνο μια μικρή, μικρή ακρούλα από αυτό που

νιώθουν.

Έδωσαν καρδιά.

Την καρδιά του παιδιού τους που έφυγε. Έφυγε κι έμοιαζε να χάνεται για πάντα η

ζωή. Μα, την άλλη μέρα, έγινε πάλι ζωή. Γιατί η καρδιά του χτυπά ακόμη,

συνεχίζει να πάλλεται στον ρυθμό που μόνο εκείνη ξέρει. Σε ένα άλλο στέρνο, σε

ένα άλλο σώμα.

Έδωσαν καρδιά. Με την καρδιά τους.

Θαρρώ, θέλει μεγάλη καρδιά για να δεις τη ζωή εκεί που όλα μοιάζουν θάνατος.

Να τη δεις και να τη χαρίσεις. Έτσι, απλά, γιατί εκεί έξω υπάρχει κάποιος που

τη χρειάζεται. Κάποιος που ούτε τον ξέρεις ούτε σε ξέρει ούτε στη ζήτησε ούτε

περίμενες ποτέ πως θα του την προσφέρεις.

Όταν ήρθε η στιγμή, εκείνοι την πρόσφεραν.

Έκαναν το πιο μεγάλο, το πιο ακριβό δώρο. Χωρίς να ζητούν τίποτα για

αντάλλαγμα, χωρίς να περιμένουν τίποτα.

Μόνο αυτό, να ξέρουν πως είναι καλά. Πως η καρδιά που έδωσαν είναι γερή και

χτυπά για τη ζωή. Μόνο αυτό ήθελαν να ρωτήσουν, γι’ αυτό τηλεφώνησαν. Έδωσαν

σ’ εμένα την ευκαιρία να δεχθώ αυτό το τηλεφώνημα.

Τους Ευχαριστώ…