Παιδικό μου απωθημένο να έχω το δικό μου καινούργιο ποδήλατο. Ανεκπλήρωτο

ακόμη και σήμερα, αφού ως στερνοπαίδι μιας πολυμελούς οικογένειας ήμουν

καταδικασμένη να χρησιμοποιώ ό,τι οι μεγαλύτεροι πετούσαν. Και δεν μιλάω για

δεύτερο ή τρίτο χέρι. Ούσα έκτη στη σειρά, ό,τι άντεχε στον χρόνο και στην

παιδική κακοποίηση έφτανε στα δικά μου χέρια. Όταν, πια, μόνη μου μπορούσα να

το αποκτήσω, η γειτονιά μου, μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του

κόσμου – μετά το Χονγκ Κονγκ και το Τόκιο -, η Κυψέλη, άρχιζε να πήζει από τα

αυτοκίνητα. Τα πεζοδρόμια δεν προσφέρονταν για βόλτες και οι αλάνες δεν

υπήρχαν πλέον.

Κάθε φορά που κάποιος θυμάται τα ποδήλατα, ακόμη κι όταν ο γιος μου τριγυρίζει

στον κήπο με το δικό του, με κυριεύει το αίσθημα του ανεκπλήρωτου. Σήμερα θα

μπορούσα μόνη μου να αγοράσω το μεγάλο γυαλιστερό ποδήλατο, εκείνο των

παιδικών μου ονείρων, να κάνω βόλτες, όχι πια στη γειτονιά για να ζηλέψουν οι

φίλες μου, αλλά σε κεντρικούς, μεγάλους, πολυσύχναστους δρόμους, για να το

χορτάσω.

Μόνο που σήμερα οι μετακινήσεις μου δεν γίνονται χάριν παιδιάς. Με τσάντα που

τείνει να πάρει τις διαστάσεις βαλίτσας, με φορητό υπολογιστή, με ψώνια από τη

λαϊκή το Σάββατο και με συντροφιά το παιδί μου, μάλλον δεν μπορώ και τώρα να

χρησιμοποιήσω ποδήλατο. Παραβλέπω τους κινδύνους, γιατί ακόμη κι αν όλοι

χρησιμοποιούσαν δίτροχο, εγώ θα εξακολουθούσα να θέλω φορτηγό…