1. Πολύς λόγος γίνεται για το αν τα εγκλήματα των τρομοκρατών της 17 Ν

έχουν πολιτικό χαρακτήρα. Στη συζήτηση αυτή ακούγεται, πρώτον, ότι τυχόν

παραδοχή του χαρακτήρα αυτού θα δικαιολογούσε ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση

των δραστών και θα εξωράιζε, σε μέρος τουλάχιστον της κοινής γνώμης, την

εικόνα τους. Δεύτερον, υπό το κράτος τέτοιων εντυπώσεων πολλοί σπεύδουν να

αρνηθούν την οποιαδήποτε πολιτική ή ιδεολογική διάσταση της δράσης της 17 Ν.

Εντούτοις και οι δύο αυτές θέσεις υιοθετούνται αβασάνιστα. Αν δεν φοβόμαστε να

αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα, δεν θα αποκλείαμε εκ των προτέρων

το ενδεχόμενο να είχαν οι τρομοκράτες και πολιτικά κίνητρα και στόχους για τα

εγκλήματά τους. Πλησιέστερη εξέταση χρειάζεται για τις συνέπειες του

ενδεχομένου αυτού.

2. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο πολιτικός χαρακτήρας ενός

εγκλήματος συνεπάγεται τη δυνατότητα να αποδοθεί το έγκλημα σε «μη ταπεινά»

αίτια, δηλαδή αίτια που αναγνωρίζονται από τον νόμο ως ελαφρυντική περίσταση,

η οποία δικαιολογεί επιβολή μειωμένης ποινής (π.χ. πρόσκαιρης αντί ισόβιας

κάθειρξης). Βέβαιη συνέπεια εξάλλου του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως

πολιτικού είναι ότι το έγκλημα αυτό δικάζεται, κατά το Σύνταγμα, από τα μεικτά

ορκωτά δικαστήρια (όπου μετέχουν και ένορκοι) και όχι μόνο από τακτικούς

δικαστές. (Άλλες συνέπειες δεν θα εξετασθούν εδώ, είτε γιατί έχουν καταστεί

άνευ αντικειμένου, όπως η απαγόρευση της θανατικής ποινής που σήμερα ισχύει

πλέον για όλα τα εγκλήματα, είτε γιατί δεν έχουν, για κάθε συνετά σκεπτόμενο,

πιθανότητα εφαρμογής, όπως η παροχή αμνηστίας, η αναστολή της ποινικής δίωξης

και η έκδοση).

3. Ως προς τα «μη ταπεινά» αίτια, που συνιστούν ελαφρυντική περίσταση

για τον δράστη, κακώς πιστεύεται ότι στα αίτια αυτά εμπίπτουν εξ ορισμού τα

πολιτικά- ιδεολογικά κίνητρα. Μπορεί κάλλιστα τα τελευταία να είναι ταπεινά.

Και ο Χίτλερ είχε πολιτικοϊδεολογικά κίνητρα, όταν διέπραττε τη γενοκτονία, ή

οι συνταγματάρχες όταν επέβαλλαν τη δικτατορία τους στην Ελλάδα. Η ελληνική

Δικαιοσύνη ορθώς δεν αναγνώρισε στους τελευταίους ελαφρυντικά. Οι πολιτικές

μας απόψεις δεν καθιστούν κατ’ ανάγκην τα κίνητρά μας ευγενή.

Τα μέλη της 17 Ν, όποια και αν είναι και όποιους στόχους και αν είχαν,

ανέπτυξαν δραστηριότητα με τεράστια κοινωνική απαξία, μεγαλύτερη από ό,τι αυτή

του κοινού εγκλήματος. Η δράση τους προσβάλλει όχι μόνο τα συγκεκριμένα

θύματα, αλλά όλη την κοινωνία. Μας επαναφέρει σε μεθόδους πρωτόγονες, σε

εποχές όπου ο φόνος ήταν η απάντηση του διαφωνούντος, όπου επικρατούσε ο νόμος

της αυθαιρεσίας και της βίας. Επανεισήγαγε στη δημοκρατία μας (μια δημοκρατία

ασφαλώς ελλιπή, ιδίως σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης), μια νοοτροπία

φασιστική, όπου καθένας αυτοανακηρύσσεται τιμωρός, επιλέγει όποια θύματα

θέλει, τα χτυπάει πισώπλατα, δηλαδή άνανδρα, πιστεύοντας ­ όπως κάθε

αυτόκλητος σωτήρας ­ ότι αυτός ξέρει πώς θα αλλάξει, πώς θα προοδεύσει η

κοινωνία. Δράση, στόχος, κίνητρα, χρησιμοποιούμενα μέσα αλληλοεπηρεάζονται,

αλληλοχρωματίζονται ηθικά. Πολιτικά κίνητρα που οδηγούν σε στυγνή και

απάνθρωπη περιφρόνηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής δείχνουν βαρβαρότητα, όχι

ευγένεια ψυχής. Η συνεχής μάλιστα και κατ’ επάγγελμα επανάληψη της δράσης

αυτής επί 27 χρόνια, παρά την πρόδηλη ματαιότητά της στην επίτευξη πολιτικών

στόχων και την έλλειψη στοιχειώδους αναλογίας μεταξύ μέσου και επιτεύξιμου

στόχου, δείχνει και κάτι άλλο. Ότι οι δράστες, ενώ έπρεπε να είχαν αντιληφθεί

το απρόσφορο των ενεργειών τους για την επίτευξη αυτή, έβρισκαν ικανοποίηση

από τη συνέχιση της δράσης τους για άλλους προφανώς λόγους, ίσως για να

ικανοποιήσουν το «εγώ» τους (ας αναλύσουν οι ψυχίατροι την ιδιοσυστασία του).

Δεν μπορούν, επομένως, τα ενδεχόμενα πολιτικά κίνητρα της 17 Ν να θεωρηθούν

ελαφρυντικά για τις εν ψυχρώ δολοφονίες και ληστείες της. Και είναι

περισσότερο οι ιδεολόγοι και μάλιστα οι αριστεροί ιδεολόγοι που θα έπρεπε να

ενοχλούνται από τη δράση της που μιαίνει τις ιδέες για τις οποίες οι δράστες

ισχυρίζονται ότι αγωνίζονταν. Το απρόσφορο μάλιστα της δράσης τους απλά

προσθέτει στη βαρβαρότητα και μεγάλη δόση ανοησίας. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι

πολλοί από τους τρομοκράτες προέρχονται από δογματικά περιβάλλοντα που

εξοβελίζουν την κοινή λογική και ανοίγουν τον δρόμο στην τυφλή σκέψη.

Το ζήτημα των ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων τελικά θα κριθεί από

τους δικαστές που θα εκτιμήσουν τη συνολική μακροχρόνια συμπεριφορά του κάθε

κατηγορουμένου χωριστά. Ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος ή της δίκης ή των

κινήτρων κ.λπ. ως πολιτικών από μόνος του δεν δίνει πάντως ελαφρυντικά.

4. Μένει να εξετασθεί, αν η δράση τρομοκρατών που έχουν πολιτικά

κίνητρα και στόχους υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, που κατά το

άρθρο 97 του Συντάγματος πρέπει να δικάζεται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια (στα

οποία μετέχουν και ένορκοι). Ανεξάρτητα από το ότι τα υποκειμενικά κριτήρια,

όπως τα παραπάνω, δεν αρκούν για να καταστήσουν το έγκλημα πολιτικό, η έννοια

αυτή δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τον σκοπό κάθε φορά της διάταξης νόμου που

τη χρησιμοποιεί. Συνήθως επιχειρείται ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος

αποκομμένα από τις ανάγκες που υπηρετεί η χρήση της έννοιας αυτής στον νόμο. Η

έννοια υπερτονίζεται, σχεδόν μυθοποιείται, σαν να εξαρτώνται όλα από την

ένταξη μιας περίπτωσης σ’ αυτήν, ενώ οι εξυπηρετούμενες ανάγκες ξεχνιούνται.

Σήμερα όμως η εννοιοκρατία στο δίκαιο έχει ξεπερασθεί. Οι έννοιες δεν υπάρχουν

για χάρη των εννοιών. Ερμηνεύονται σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο ο νόμος

τις χρησιμοποιεί, υποβαλλόμενες ακόμη και σε διεύρυνση ή στένευση για να

εξυπηρετηθεί ο σκοπός αυτός. Μπορεί σε άλλες διατάξεις νόμου το εύρος της

έννοιας «πολιτικό έγκλημα» να είναι διαφορετικό, αλλά στο άρθρο 97 του

Συντάγματος το πολιτικό έγκλημα δεν περιλαμβάνει τρομοκρατικές οργανώσεις του

τύπου της 17 Ν.

Το Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 97 θέλησε τη συμμετοχή του λαϊκού

στοιχείου στην εκδίκαση αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, έχοντας υπόψη του όχι

θεωρητικές έννοιες και επιστημονικές συζητήσεις, αλλά την ελληνική ιστορική

εμπειρία, όπου στις πολιτικές δίκες οι θέσεις και η δράση των

κατηγορουμένων είχαν ευρύτερα λαϊκά ερείσματα, πολλές φορές μάλιστα

δίχαζαν τον λαό και εν πάση περιπτώσει χαρακτηρίζονταν από μαζική στήριξή

τους. Η μερική λαϊκή στήριξη δικαιολογούσε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου.

Αντίθετα, η τρομοκρατία στην Ελλάδα κατά τη διαδρομή της έμεινε αποξενωμένη

από οποιοδήποτε μαζικό κίνημα. Οι τρομοκράτες, παρά την ύπαρξη «συμπαθούντων»

που μετά βίας συγκάλυπταν τα φιλικά τους αισθήματα προς αυτούς, όπως προσφυώς

είπε ο Μίκης Θεοδωράκης, και παρά τη διαφήμιση που τους προσέφεραν (και τους

προσφέρουν ακόμη) ορισμένα ΜΜΕ, έμειναν στην εγκληματική τους πορεία

απομονωμένοι από την ελληνική κοινωνία. Από την οργάνωση και τη δράση τους

λείπει ακριβώς το παραπάνω καίριο στοιχείο, που είχε ο συνταγματικός νομοθέτης

στον νου του (ιστορικά και τελολογικά, σύμφωνα με τον νομοθετικό σκοπό), όταν

θέσπιζε τη διάταξη του άρθρου 97. Γι’ αυτό ακριβώς το πολιτικό έγκλημα, κατά

τη διάταξη αυτή, δεν συμπεριλαμβάνει τη δράση της 17 Ν. Αυτό το γνώριζε ο

νομοθέτης όταν πέρυσι ψήφιζε τον νόμο που μετέφερε την αρμοδιότητα εκδίκασης

των σχετικών πράξεων στους τακτικούς δικαστές. Μολονότι για άλλες ανάγκες

είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει κανείς ευρύτερα ή στενότερα τον όρο «πολιτικό

έγκλημα», ας σημειωθεί ότι, γενικότερα, η νομολογία μας έχει ήδη εξαιρέσει την

τρομοκρατία από την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, αλλά και η διεθνής

αντίληψη, όπως αποτυπώνεται σε διεθνείς συμβάσεις, ρητώς διαχωρίζει το

τρομοκρατικό έγκλημα από το πολιτικό.

5. Και αν γίνει, συνεπώς, δεκτή οποιαδήποτε πολιτική διάσταση της δίκης

της 17 Ν, τούτο δεν θα έχει ως συνέπεια καμία ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση

και μάλιστα προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης επιείκειας. Άλλο η επιείκεια

που μπορεί να δείξει το δικαστήριο, στο μέτρο που το ποινικό και σωφρονιστικό

μας σύστημα το επιτρέπει για οποιοδήποτε έγκλημα. Ο σκοπός της ποινής

τελικά δεν είναι η εκδίκηση ή η ανταπόδοση στον δράστη του κακού που αυτός

προξένησε ούτε καν η (συμψηφιστική) δικαίωση των θυμάτων ή των συγγενών τους

(αυτό θα ήταν απλώς αντανακλαστική συνέπεια), αλλά η γενική και ειδική πρόληψη

της εγκληματικότητας, δηλαδή η αποτροπή εγκλημάτων στο μέλλον προς εξυπηρέτηση

του γενικού συμφέροντος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιβάλλονται και

πρέπει να επιβάλλονται οι ποινές. Το δε σωφρονιστικό μας σύστημα δεν θα πρέπει

να χάσει την ανθρωπιά του ακόμη και απέναντι στους στυγερούς τρομοκράτες. Αυτή

είναι η ηθική υπεροχή της Δημοκρατίας απέναντί τους. Η όποια πολιτική στόχευση

των τρομοκρατών της 17 Ν, πάντως, δεν βελτιώνει τη θέση τους.

Ο καθηγητής Μιχάλης Σταθόπουλος είναι τέως υπουργός Δικαιοσύνης