Όταν στρέφω το βλέμμα από την οθόνη του υπολογιστή, δεξιά, βλέπω από το

παράθυρο τη μοναδική, πανύψηλη αγριοκαστανιά του δρόμου και λίγο δεξιότερα το

μεγάλο παράθυρο του απέναντι διαμερίσματος. Και, βέβαια, την κυρία που το

κατοικεί. Ξανθιά, φεγγαροπρόσωπη, συμπαθητική, γύρω στα εβδομήντα, μόνη.

Κοινωνική. Όλο μιλάει με κάποια γειτόνισσα. Καμιά φορά, όταν ξεχνάει να

τραβήξει την κουρτίνα, την βλέπω με ένα λευκό μαντίλι ριγμένο στο κεφάλι.

Καταλαβαίνω τότε ότι ετοιμάζεται να κάνει την προσευχή της – το ναμάζι.

Ηλικιωμένη γυναίκα σε περιοχή κοντά στην Κωνσταντινούπολη, μετά τους σεισμούς

του ’99. Στο Ρεγκαΐπ, ο λαός στην Τουρκία πιστεύει ότι οι ευχές εκπληρώνονται

Ενάμιση χρόνο τώρα και δεν είχαμε μιλήσει. Τελικά, πριν από λίγες εβδομάδες,

εκείνη στο παράθυρο, εγώ στο μπαλκόνι, με χαιρέτησε κι απανωτά, πριν προλάβω

να την αντιχαιρετήσω, με ρώτησε από πού είμαι. Το ηλιοβασίλεμα είχε ρίξει ένα

μοβ φως, που όλο και σκούραινε. Μέσα σ’ εκείνο το φως, είδα το πρόσωπό της να

αστράφτει. «Απ’ την Ελλάδα; Αα… κι εμείς από εκεί είμαστε, από την Κρήτη».

Η Γκιονούλ – θα πει ψυχή στα τούρκικα – είναι Τουρκοκρητικιά. Οι δικοί της

είχαν έρθει από το Ρέθυμνο στη Σμύρνη το ’24, με την Ανταλλαγή. Η κόρη και ο

γιος της, παντρεμένοι, ζουν στη Σμύρνη, έχει τρία εγγόνια, ο άντρας της πέθανε

πριν από πέντε χρόνια, ναι, ξέρει λίγα ρωμαίικα. «Η γιαγιά μου δεν ήξερε

τούρκικα, ψαχνάτσι μου. Νά ‘ρθεις μια μέρα να πιούμε τσάι».

Θυμήθηκα το μικρό οδοιπορικό του Μενέλαου Παρλαμά στο πρώτο πρώτο – νομίζω –

τεύχος του «Παλίμψηστου» (του περιοδικού της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του

Ηρακλείου), που διηγούνταν το ταξίδι του στον Τσεσμέ και τη συγκίνησή του στα

ακούσματα της – πώς την έλεγε; – «χαμένης» γλώσσας – στον Τσεσμέ την

«ανεστορούνταν» και την μιλούσαν ακόμα…

Με φώναξε την Πέμπτη, «έλα για τσάι». Πήγα. Άνοιξε την πόρτα, μου έτεινε το

χέρι της, όχι σε χειραψία, «φίλα το, φίλα το», μου είπε, «εγώ είμαι μάνα σου»

κι ύστερα φιληθήκαμε σταυρωτά. «Έχω φτιάξει σουσαμένια κουλουράκια. Σήμερα

είναι Καντίλ».

Είχα δει το κακοκομμένο κομμάτι χαρτόνι στη βιτρίνα του μικρού κουλουράδικου

πίσω από το τζαμί του Φιρούζαγα στη Σιράσελβιλερ, που έγραφε «κουλούρια και

τσουρέκια του Καντίλ»… Την Πέμπτη όλες οι εφημερίδες, στην πρώτη σελίδα,

ευχόντουσαν «Καλό Καντίλ» στους αναγνώστες τους και μου έκανε εντύπωση ότι και

σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, στο τέλος των ειδήσεων, εκφραζόταν η ίδια ευχή

στους θεατές (τα δυο-τρία φιλοϊσλαμικά μετέδωσαν τις βραδινές λειτουργίες σε

διάφορα τζαμιά) – να συμφιλιώνεται άραγε η τουρκική ελίτ με τη θρησκεία της,

ύστερα από ογδοντάχρονη αδιαφορία; Ποιος ξέρει…

Οι ευχές. Με αυτό το πρώτο Καντίλ αρχίζει το «ιερό τρίμηνο», που

κορυφώνεται με το Ραμαζάνι. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο, ένα κάθε μήνα. Σύμφωνα

με τη λαϊκή παράδοση, το πρώτο Καντίλ είναι «η ημέρα που ήρθε στον κόσμο ο

προφήτης Μωάμεθ», λέγεται Ρεγκαΐπ (=επιθυμητό) και πιστεύεται ότι τη νύχτα του

Ρεγκαΐπ εκπληρώνονται όλες οι ευχές που κάνει κανείς στην προσευχή του.

Γιορτάζεται με ειδική ακολουθία στα τεμένη, επισκέψεις σε τάφους αγίων

ανθρώπων, κουλουράκια και τσουρεκάκια, που είδα, επίσης, ότι τα πουλάνε

τυλιγμένα ένα ένα σε πολύχρωμα χαρτιά, για να είναι πιο γιορτινά.

Το ίδιο βράδυ βγήκαμε να πιούμε ρακί με τον Οσμάν Οκάν του γερμανικού

ραδιοφώνου (WDR), που ήταν στην Πόλη για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ με θέμα

την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης (κομμάτι μιας σειράς που έχει το

γενικό τίτλο «Ξεχασμένες Μειονότητες»), τη Μουφιντέ και τον Σεφέρ, από τον

Σύλλογο Ανταλλαγέντων. (Μια παρέα – Τούρκων – σε διπλανό τραπέζι έκοβε τούρτα

με κεράκια και τραγουδούσε «happy birthday»). Τους είπα την ιστορία της

Γκιονούλ. Είχαν διαβάσει κι εκείνοι στις εφημερίδες ότι ήταν Καντίλ.

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια του ρακιού στην υγειά της.