Το ξέσπασμα του Α. Ανδριανόπουλου με απειλητικές θέσεις σχετικά με τον

ιστορικό ρόλο και το μέλλον της Αριστεράς στην πολιτική ζωή και ειδικά του

Κομμουνιστικού Κόμματος, που αποτελεί και την κύρια οργανωμένη και σταθερή

έκφρασή της, δικαιολογημένα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Παρακολουθώντας

ωστόσο την εξέλιξη των θεωρητικών και πολιτικών αναζητήσεων του Α.

Ανδριανόπουλου, διακρίνουμε μια ολοκλήρωση, χωρίς όμως να προσθέτει τίποτα το

καινούργιο ή το πρωτότυπο. Ακολουθεί την πεπατημένη των προκατόχων του.

Κατηγορεί, για παράδειγμα, τους προκατόχους του για «αψυχολόγητες, ακατανόητες

και άχρηστες» διώξεις για την εξόντωση της Αριστεράς, αλλά την ίδια στιγμή

επανέρχεται στον ίδιο στόχο. Την εκμηδένιση της Αριστεράς από την πολιτική

ζωή. Επανέρχεται, δηλαδή, στην πανάρχαια τακτική πειθαναγκασμού όσων δεν

προσκυνούν τα ιερά και τα όσια του συστήματος με την ιδεολογική, πολιτική

ακόμη και φυσική τρομοκρατία και βία. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε να δοθεί

λύση στο κύριο ζήτημα που θέτει, ότι δηλαδή η Αριστερά εξασφάλισε «μια

περίεργη ασυλία μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα». Ο κύριος Ανδριανόπουλος

κάνει πως δεν γνωρίζει ότι οι φυλακές και τα ξερονήσια δεν εμφανίστηκαν στην

ελληνική ιστορία μετά την Κατοχή και στη διάρκεια της χούντας. Έχουν

μακρόχρονη ιστορία.

Δεν έφτασε βέβαια ακόμα να προτείνει τίποτε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Δημιουργεί όμως το έδαφος, ως άλλος Σάββας Κωνσταντόπουλος. Προς το παρόν

αρκείται στην καλλιέργεια της θεωρίας, ότι Αριστερά σημαίνει τρομοκρατία,

βόλεμα σε κρατικές θεσούλες και με μια προσφορά αρνητική για τον τόπο.

Αλλά τι είναι εκείνο που τόσο ενοχλεί σήμερα τον κ. Ανδριανόπουλο και τον

κάνει να ξεσπαθώνει και να προσκαλεί σε έναν ανελέητο πόλεμο με το

κομμουνιστικό κίνημα. Αποκαλύπτεται ο ίδιος με όσα ισχυρίζεται στο παρακάτω

απόσπασμα, σε σχετικό άρθρο του: «Είμαστε μία από τις ελάχιστες χώρες στη Δύση

αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, που στο πολιτικό μας στερέωμα διατηρούμε ακόμα

ισχυρό ένα αρχαϊκής δομής και προέλευσης κομμουνιστικό κόμμα». Ίσως έχει

δίκιο. Εδώ στην Ελλάδα υπάρχει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που δεν αποδέχεται τη

βαρβαρότητα της νέας τάξης των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, που δεν

συμβιβάζεται με την ιδέα ότι είναι δυνατό να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο ο

καπιταλισμός, που κρατά ζωντανά τα οράματα και τις ιδέες ενός κόσμου χωρίς

εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Να τι ακριβώς ενοχλεί τον κύριο Ανδριανόπουλο και την τάξη του. Ό,τι ακριβώς

ενοχλούσε και τους προκατόχους του, όταν το ΚΚΕ πάλευε για το 8ωρο, το

μοίρασμα της γης στους αγρότες, για δωρεάν παιδεία και υγεία για τον λαό, για

τα δικαιώματα των γυναικών, για κοινωνικές ασφαλίσεις, για δημοκρατικές

ελευθερίες, για ειρήνη, όταν αποδείκνυε με μελέτες ότι η Ελλάδα δεν είναι

ψωροκώσταινα και ενέπνεε κορυφαίους διανοητές, δημιουργούς και πνευματικούς

ανθρώπους να στρατεύονται στον αγώνα, προσφέροντας στους καταφρονεμένους ηθικά

και πνευματικά όπλα για να διεκδικούν μια αξιοπρεπή ζωή.

Σε παλιότερες τοποθετήσεις του ο Α. Ανδριανόπουλος είχε ισχυρισθεί ότι ο

Μαρξισμός δεν είπε ακόμα την τελευταία του λέξη, απαντώντας προφανώς σε όσους

πανηγύριζαν ότι ξέμπλεξαν με το «φάντασμα του κομμουνισμού». Πιθανόν σήμερα,

περισσότερο προβληματισμένος και πιο ανήσυχος από τη γενική κρισιακή εικόνα

του καπιταλιστικού κόσμου και τα αδιέξοδά του, έκρινε ότι ήρθε η ώρα για μια

πιο γενικευμένη επίθεση ενάντια στη θεωρία του Μαρξισμού και στο κομμουνιστικό

κίνημα. Ο φόβος, βλέπετε, φυλάει τα έρμα. Θα συμφωνήσουμε, όμως, έστω και από

διαφορετική σκοπιά, ότι ο Μαρξισμός δεν είπε την τελευταία του κουβέντα.

Ο Δημήτρης Γόντικας είναι μέλος του Π.Γ. της ΚΕ του ΚΚΕ.