Θα ήταν πάνω-κάτω δύο χιλιάδες άνθρωποι. Σε μια μικρή πλατεία στο

Μπάγτζιλαρ, προάστιο ανατολικά της Κωνσταντινούπολης. Στριμωγμένοι όλοι κοντά

κοντά, κρατούσαν, οι περισσότεροι, σημαίες με τον κίτρινο ηλεκτρικό λαμπτήρα

σε άσπρο φόντο, το έμβλημα του κόμματος – πάνινες όλες.

Οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία Μπάγτζιλαρ ήταν λίγοι. Αλλά οι οπαδοί του

Ερντογάν είναι οι περισσότεροι από κάθε άλλο κόμμα στην Τουρκία

Σε λίγο θα κατέφθανε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο ισλαμιστής πρώην δήμαρχος της

Κωνσταντινούπολης και νυν αρχηγός του Λευκού Κόμματος, όπως λένε το Κόμμα

Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, για να εγκαινιάσει τα γραφεία της τοπικής

οργάνωσης.

Μπορεί να διαβείς όλη σου τη ζωή στην Πόλη και να μην περάσεις ποτέ από το

Μπάγτζιλαρ. Ισχύει εξίσου και το αντίστροφο, καθώς το Μπάγτζιλαρ δεν συνδέεται

με απευθείας συγκοινωνία με το κέντρο της πόλης, πηγαινοέρχεσαι μέσω

Μπακίρκιοϊ. Δεν είναι, όμως, σε καμιά περίπτωση παραγκούπολη. Μάλλον είναι μια

«πόλη μέσα στην πόλη», γεμάτη νεόδμητες φτηνής κατασκευής πολυκατοικίες και

αυτάρκης από απόψεως αγοράς.

Τέτοιες περιοχές έχουν αρχίσει να δημιουργούνται στις μεγάλες τουρκικές πόλεις

(Πόλη, Σμύρνη, Άγκυρα) με το κύμα αστυφιλίας της εποχής του Οζάλ (δεκαετία

’80) και αργότερα, στα ’90, όταν οι πόλεις κατακλύστηκαν από πρόσφυγες

Κούρδους, είτε επειδή τα χωριά τους καταστράφηκαν ή γιατί ήθελαν να

απομακρυνθούν από το θέατρο του πολέμου των Κούρδων ανταρτών με τον τουρκικό

στρατό. Κι αυτές οι περιοχές αποτελούν τις δεξαμενές από όπου αντλεί ψήφους ο

συντηρητισμός.

Στην πλατεία του Μπάγτζιλαρ ήταν πολλοί -πριν από τρεις εβδομάδες -αλλά δεν

είχαν παλμό. Τίποτα συγκρίσιμο με ό,τι ξέρουμε από τις δικές μας πολιτικές

συγκεντρώσεις. Η κατάσταση άλλαξε μόνο για μια στιγμή. Τη στιγμή που ο Ταγίπ –

όπως τον αποκαλούν – είπε: «Ας σηκώσουν το χέρι τους όσοι έχουν δουλειά!».

Μπορούσες να μετρήσεις τα χέρια που σηκώθηκαν. Όταν, όμως, είπε: «Και, τώρα,

όσοι είναι άνεργοι!», σηκώθηκε ένα απειλητικό μουγκρητό και βρέθηκα, ξαφνικά,

μέσα σε μια θάλασσα από χέρια υψωμένα.

Εδώ και αρκετό καιρό στην ερώτηση «ποιο κόμμα θα ψηφίζατε αν γίνονταν σήμερα

εκλογές;», μεγάλο ποσοστό των κατοίκων περιοχών που καθρεφτίζουν το

απελπισμένο πρόσωπο της Τουρκίας, δίνουν μιαν απάντηση: «τον Ταγίπ». Το

γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται καθαρά στις δημοσκοπήσεις, επισημαίνοντας ότι

το Λευκό Κόμμα έχει τη μεγαλύτερη απήχηση ανάμεσα στους Τούρκους ψηφοφόρους –

κάπου 30%.

Είναι πολλοί οι πολιτικοί αναλυτές που σκέπτονται ότι η «έντιμη διοίκηση» του

Ταγίπ Ερντογάν, στα δυόμισι χρόνια που υπήρξε δήμαρχος, έχει παρασύρει,

ανέλπιστα, το κόμμα του προς την εξουσία. Ο Τύπος ελάχιστα ασχολείται με το

Λευκό Κόμμα και με τον Ταγίπ, σχεδόν μονάχα όταν αφήνεται να διαρρεύσει στις

εφημερίδες ο φάκελος κάποιου σκανδάλου εναντίον του.

Ιστορικά, όλα τα δεξιά και κεντροδεξιά σχήματα στην Τουρκία, προήλθαν, μετά το

1950, μέσα από τους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος (Μεντερές), το οποίο

είχε αποσχιστεί από το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που κυβέρνησε την Τουρκία

μονοκομματικά από το 1923 ως το 1950. Ιδεολογικά, ο Ταγίπ Ερντογάν

αυτοχαρακτηρίζεται συντηρητικός-δημοκράτης και τάσσεται υπέρ των θρησκευτικών

ελευθεριών μέσα σε ένα λαϊκό κράτος όπως το τουρκικό. Σε καμιά περίπτωση δεν

αποδέχεται τον χαρακτηρισμό «ισλαμιστής».

Εντούτοις, «ισλαμιστές» χαρακτηρίζονται εδώ οι οπαδοί του Ταγίπ και, μάλιστα,

με την έννοια που δίνεται στη λέξη αυτή εν γένει στα δυτικά Μέσα Μαζικής

Επικοινωνίας. Δηλαδή, εκείνων που διακατέχονται από μαχητική και πολλές φορές

βίαιη θρησκευτικότητα, των λεγόμενων φονταμενταλιστών. Έχω την αίσθηση ότι

«πλανώνται πλάνην οικτράν»!

Οι άνθρωποι που ήταν συγκεντρωμένοι στο Μπάγτζιλαρ μού φάνηκαν άνθρωποι που

έχουν κουραστεί να ακολουθούν το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (Οζάλ, Γιλμάζ) από

τις αρχές της δεκαετίας του ’80, που βρήκαν αργότερα καταφύγιο στο Κόμμα Ορθού

Δρόμου (Ντεμιρέλ, Τσιλέρ), ύστερα στο (ισλαμικό) Κόμμα Ευημερίας και πιο

πρόσφατα σε αυτό της Δημοκρατικής Αριστεράς (Ετζεβίτ) κι εκείνο της

Εθνικιστικής Δράσης (Μπαχτσελί). Τώρα πια φτιάχνουν τις αποσκευές τους για να

βγουν στο ταξίδι της ελπίδας με το Λευκό Κόμμα, λέγοντας ότι «αξίζει τον κόπο

να το δοκιμάσουμε μια φορά».