Όταν βραδιάζει η πόλη μοιάζει με έργο υαλουργικής τέχνης. Την ώρα που το

σκοτάδι δεν έχει πέσει ακόμα και o ουρανός είναι διάφανος. Διάφανος ώς προς τι

δηλαδή, θα μου πείτε, αλλά δεν υπάρχει απάντηση. Διάφανος ανάμεσα σε μας και

τα φώτα της πόλης, της κάθε πόλης που φωτίζεται πριν καλονυχτώσει. Στα κτίρια

του κέντρου έχουν βάλει κάτι καινούρ-γιους φωτι-σμούς που κρύβονται στις

κορνίζες και κάνουν και τα βαριά πέτρινα μέγαρα να μοιάζουν αέρινα, σαν

ψεύτικα, σαν σκηνικά. Το μόνο περιεχόμενο όλης αυτής της διαφάνειας είναι οι

βιτρίνες των καταστημάτων, που αναδεικνύονται πολύτιμες στα λίγα λεπτά του

σούρουπου. Σαν κιβωτοί του πολιτισμού φαντάζουν, ό,τι κι αν πουλάνε. Είναι η

ώρα που στα σπίτια τρυπώνει μελαγχολία, τα παιδιά αναζητούν κάτι γλυκό για να

την ξεπεράσουν, ανοίγει η τηλεόραση, ανοίγουν και τα ψυγεία, κλείνουν οι

κουρτίνες για να μείνει έξω το σκοτάδι, οι νέοι ψάχνουν για παρέα επειγόντως.

Τύχη μεγάλη να είσαι έξω την ώρα εκείνη, να σε βρίσκει η θλίψη της ημέρας που

τελειώνει στο δρόμο, στη διαφάνεια, στην απάτη της υαλουργίας, σ’ αυτή τη

σπατάλη ενέργειας που κάνει την Ευρώπη να φαίνεται στον χάρτη σαν βροχή

αστεριών, σκανδαλώδης στον πλούτο της. Να σε αγκαλιάζει η λάμψη του τεχνητού

φωτισμού, καθώς το μπλε του ουρανού δεν έχει υποχωρήσει και να ανακατεύεται

λίγο αυτός ο πλεονασμός των φώτων, σαν μεγάλη σουλτανική σουπιέρα στην έκθεση

υαλουργίας στο Μουσείο Μπενάκη, σαν ενυδρείο όπου κολυμπάς με κινήσεις αργές.

Σε λίγα λεπτά το αληθινό σκοτάδι κυριαρχεί, η μαγεία εξαφανίζεται. Πιο

εύθραυστη απ’ όλα τα γυαλιά της Ανατολής, σπάει χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.