Στ’ αλήθεια, δεν εντυπωσιάζομαι καθόλου από τις «λίστες». Ούτε και κατανοώ

γιατί κάθε φορά που κάποιοι τις «ανακαλύπτουν» γίνεται τόσος ντόρος.

Ανατρέχοντας στα αρχεία ­ γιατί κι εγώ έχω, κατά το δημοσιογραφικό συνήθειο ­

για την τρομοκρατία, μπορώ να βεβαιώσω ότι «λίστες» έχουν, κατά καιρούς,

δημοσιευθεί πολλές, ονόματα έχουν «φωτογραφηθεί» μέσα από περιγραφές και

«έγκυρες πηγές» έχουν υπαινιχθεί τους «εγκεφάλους». Άλλες τούς έχουν εντοπίσει

σε αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής τής δικτατορίας, άλλες σε υπεράνω

υποψίας ακαδημαϊκούς και άλλες σε αναρχικά ­ ο Θεός να τα κάνει… ­

γκρουπούσκουλα, από τα οποία συλλέγονται και «ύποπτοι». Εν ολίγοις, οι

«ύποπτοι» βρίσκονται παντού ­ εκτός από τα μοναστήρια…

Θυμάμαι τη συνέντευξη που είχα πάρει παλιά από έναν ­ μακαρίτη σήμερα ­

υπουργό Δημόσιας Τάξης. Τον είχα ρωτήσει, μεταξύ άλλων, πώς κάνει η Αστυνομία

συλλήψεις υπόπτων για τρομοκρατικές ενέργειες. Με θαυμαστή ­ αποσβολωτική θα

έλεγα ­ ειλικρίνεια, μου είχε αποκαλύψει τη «μέθοδο του καπέλου». Την είχε

δημοσιεύσει τότε η εφημερίδα, τη θυμίζω και σήμερα: «Παίρνουμε ­ είχε πει ο

υπουργός ­ το πηλήκιο ενός αστυνομικού, το γυρίζουμε ανάποδα, ρίχνουμε μέσα

χαρτάκια με ονόματα από λίστες υπόπτων, τα ανακατεύουμε και τραβάμε κλήρους.

Όποιοι κληρωθούν, συλλαμβάνονται και ανακρίνονται». Από τότε βέβαια έχουν

περάσει πολλά χρόνια, η σύγχρονη αστυνομική έρευνα χρησιμοποιεί την

τεχνολογία, η συνεργασία με ξένες υπηρεσίες είναι συνεχής, αλλά και η

προπαγάνδα εις βάρος της χώρας μας πρέπει κάτι συγκεκριμένο να δείξει ­ γι’

αυτό και η αναδίφηση σε λίστες που γι’ άλλο είχαν κάποτε συνταχθεί και άλλο

εμφανίζεται σήμερα ότι είναι. Κι επειδή προτιμώ τη βλακεία από τη δολιότητα,

τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της «μεθόδου του καπέλου».