Το φιλανθρωπικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο της Εκκλησίας έχει το

νόημα της δικαιοσύνης και όχι της ελεημοσύνης. Ανάμεσα στις δύο αυτές

θεάρεστες έννοιες επικρατεί μια κάποια σύγχυση που χρειάζεται να διαλευκανθεί.

Συνήθως πιστεύεται ότι η Εκκλησία ασκεί την φιλανθρωπική διακονία της για να

προσφέρει ελεημοσύνη στους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας. Κάτι τέτοιο όμως

δεν είναι αρκετό, μολονότι μοιάζει απαραίτητο. Η φτώχεια και η ανέχεια δεν

είναι περιστασιακά φαινόμενα που εντελώς τυχαία και κάπως συμπτωματικά

μαστίζουν την κοινωνία μας.

Η ελεημοσύνη φαντάζει σαν κατιτί λίγο, χλωμό κι αναιμικό. Μοιάζει σαν το

άλλοθι των πλουσίων απέναντι στους πτωχούς. Η ελεημοσύνη επιχειρεί να

ανακουφίσει τη βαριά συνείδηση όσων πλουτίζουν με άδικο τρόπο. Είναι ποτέ

δυνατόν η χλιδή να αντισταθμίσει την εξαθλίωση;

Η δικαιοσύνη έχει βάρος και σοβαρότητα απείρως σπουδαιότερη. Όταν η Εκκλησία

ασκεί κοινωνικό έργο, αποδίδει δικαιοσύνη στα αδικημένα μέλη της κοινωνίας μας

που λιμοκτονούν εξαιτίας της νομιμοφανούς ληστείας των ολίγων εις βάρος των

πολλών.

Η κοινωνική πραγματικότητα μαστίζεται από την ανισότητα: «τα λίγα στους

πολλούς» και «τα πολλά στους λίγους». Η βία είναι που φέρνει την αδικία: «το

μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», «ο θάνατός σου η ζωή μου», «ο άνθρωπος είναι για

τον άνθρωπο λύκος και όχι Θεός». Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται πτωχοί, αλλά

γίνονται. Αυτή η ανισότητα χρειάζεται να αποκαλυφθεί κι όχι να συγκαλυφθεί. Η

ελεημοσύνη συγκαλύπτει την αδικία, ενώ η δικαιοσύνη αποκαλύπτει την ανισότητα.

Όταν η Εκκλησία ασκεί φιλανθρωπικό έργο δεν αλλοτριώνεται από την αποστολή

της, αλλά αντιθέτως, μάλιστα, τότε ακριβώς επιτελεί ένα από τα κυριότερα

καθήκοντά της. Δεν ελεεί απλώς, αλλά δικαιώνει κυρίως όλους όσους έχουν

αδικηθεί από την ανισότητα. Πτωχοί, αποκλεισμένοι, περιθωριοποιημένοι,

εξαθλιωμένοι, παρίες, πληβείοι, προλετάριοι, ο «όχλος» της ευαγγελικής

παράδοσης τον οποίο διαρκώς σπλαχνιζόταν ο Ιησούς ανήκει στο κέντρο της

Εκκλησίας, επειδή απωθείται στο περιθώριο της κοινωνίας μας.

«Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι» υπόσχεται το Ευαγγέλιο. Ο χριστιανός κρίνεται

από την συμπεριφορά του στον «ελάχιστον αδελφόν» του, τον παροιμιώδη

«πλησίον», που είναι ο πρώτος τυχών άνθρωπος τον οποίο συναντά μπροστά του και

μάλιστα ο άλλος (αλλόφυλος, αλλοεθνής, αλλόθρησκος) σύμφωνα με την παραβολή

του Καλού Σαμαρείτη.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις ο άγιος

εξομοιώνεται με τον πτωχό, ενώ ο πλούσιος θεωρείται με τρόπο καχύποπτο έως

επικριτικό. Όλες οι περιώνυμες θρησκευτικές προσωπικότητες (ιδρυτές θρησκειών,

προφήτες, άγιοι κ.λπ.) έζησαν πένητα βίο με παραδειγματική ολιγάρκεια.

Επιπλέον σε όλες τις θρησκείες προβλέπεται και επιβάλλεται ως επιτακτικό

καθήκον η άσκηση της ελεημοσύνης ως έργο έμπρακτης κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στον ηθικό κώδικα της θρησκείας μπορεί να μην επιτάσσεται η πτωχεία σε όλους

ανεξαιρέτως τους πιστούς (ακτημοσύνη ή κοινοκτημοσύνη), αλλά οπωσδήποτε

αποτρέπεται ο πιστός από την επιδίωξη του πλουτισμού και την αποθησαύριση

υλικών αγαθών (κτημάτων, χρημάτων, πραγμάτων). Η ελεημοσύνη δεν είναι δικαίωμα

των πιστών, αλλά αποτελεί καθήκον τους. Είναι η δικαιοσύνη που προτάσσεται

απέναντι στην ελεημοσύνη. Επειδή η κοινωνία μας είναι άδικη και άνιση, γι’

αυτό η Εκκλησία οφείλει να δικαιώνει τους αδικημένους αντί να τους ελεεί

απλώς.

Ο Μάριος Μπέγζος είναι Αν. Καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της

Θρησκείας του Πανεπιστημίου Αθηνών