Περίπατος σ’ ένα Μουσείο και η μνήμη με μιας ανακυκλώνεται. Σα να μην πέρασαν

τα χρόνια ­ πολλά χρόνια, αλήθεια. Φρέσκα, ολόφρεσκα τα συναισθήματα, όπως

στην εφηβεία, μα πιο καταλαγιασμένα και καθαρά. Ένα μαθητριάκι, τότε, είχε

πρωτακούσει το όνομα του Μόραλη όταν χτιζόταν το Χίλτον κι έμπαιναν στην τυφλή

πλευρά του οι τεράστιες πλάκες με τα δικά του σχέδια, γραμμές και σχήματα που

θαυμαστά εξελλήνιζαν το περίεργο ­ για εκείνη την εποχή ­ μεγαθήριο. Κι έπειτα

όλα τα σχέδια σε ποιητικές συλλογές, μια του Ελύτη, μια του Σεφέρη, που μόλις

ανακάλυπτε η γενιά μου, κοστούμια και σκηνικά θεατρικών παραστάσεων που

παρακολουθούσαμε, έκθαμβοι έφηβοι και αχόρταγοι, σ’ ένα πανηγύρι πρωτόλειων

ασκήσεων του νου και αισθητικών αναζητήσεων.

Στο Μουσείο Μπενάκη, η έκθεση έργων του Μόραλη είναι ταυτόχρονα η ζωντανή

περιήγηση σε μια εποχή εκρηκτικής δημιουργίας, με μουσική, με ζωγραφιές, με

ποίηση, με θέατρο και με πολλή λαχτάρα για τη ζωή που έμοιαζε πέλαγος. Ο

Σεφέρης στοχαστικός και αδιόρατα θλιμμένος ανάμεσα στα σπασμένα αγάλματα, ο

Ελύτης με το βλέμμα στη θάλασσα όπου και αν κοιτούσε, ο Γριμάνης χόρευε

ανυπέρβλητα τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», ο Χατζιδάκις σεργιάνιζε με τη μικρή

λευκή αχηβάδα στην παλάμη, ο Μόραλης ανάμεσά τους, συντροφιά με τους

«Αγγέλους» του κι εκείνον τον προφητικό «Χρόνο», την αδρή ζωγραφιά ενός άνδρα

που έχει ήδη προσπεράσει κοιτάζοντας ανελέητος μπροστά. Κάπου εκεί, παράμερα,

το μαθητριάκι με τα σοσόνια μού χαμογελούσε.