Την εξ αναβολής ανακοίνωση του αριθμού των υπογραφών που η Εκκλησία της

Ελλάδος συγκέντρωσε για το ζήτημα των ταυτοτήτων, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος

θεώρησε σκόπιμο να συνοδεύσει με μια πρωτοφανή επίθεση κατά του Πρωθυπουργού.

Εξίσου απροσχημάτιστη ήταν και η παρέμβασή του στα εσωτερικά του κυβερνώντος

κόμματος, με την έκκληση για επίδειξη «ευελιξίας» και για αλλαγή πλεύσης εν

όψει συνεδρίου.

Όσο και αν διατείνεται ο κ. Χριστόδουλος περί του αντιθέτου («δεν

συγκρουόμαστε, είπε, με την κυβέρνηση· διαφωνούμε με μια συγκεκριμένη απόφασή

της»), η αντιπαράθεση αυτή δεν εντοπίζεται στις ταυτότητες. Αφορά τον ίδιο τον

χαρακτήρα του κράτους μας ως κράτους κοσμικού. Αυτός είναι που ενοχλεί μια

καλά οργανωμένη ομάδα ιερωμένων η οποία, με ρίζες στην αλήστου μνήμης «Ζωή»

και σε άλλες παραθρησκευτικές οργανώσεις, έχει βαλθεί εδώ και λίγα χρόνια να

ανατρέψει ένα σημαντικό κεκτημένο διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας.

Ας το καταλάβουν επιτέλους ορισμένοι: η υπόθεση των ταυτοτήτων δεν είναι

σκιαμαχία, ούτε καπρίτσιο κάποιων «αφελών» διανοουμένων. Σε αυτήν διακυβεύεται

η πολύτιμη παρακαταθήκη του Ρήγα Φεραίου και του Κοραή στην Ελλάδα του 21ου

αιώνα.

Αυτά προς το παρόν για την πολιτική διάσταση της υπόθεσης. Για τη συνταγματική

πτυχή της, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις είναι αρκετά τα ζητήματα που θέλουν

ξεκαθάρισμα. Θα προσπαθήσω να τα αναδείξω:

Θα πρέπει εν πρώτοις να διευκρινισθεί ότι, μετά την συνταγματική αναθεώρηση

του 1986, η αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος δεν ανήκει πια στον

Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Συγκεκριμένα, για «κρίσιμα εθνικά θέματα», όπως είναι κατά την άποψη της

Εκκλησίας η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, το Σύνταγμα ναι μεν

ορίζει ότι το δημοψήφισμα προκηρύσσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πλην όμως

προβλέπει ότι χρειάζεται προηγουμένως να αποφασίσει γι’ αυτό η Βουλή, και

μάλιστα με 151 ψήφους (άρθρο 44 παρ. 2). Με το δεδομένο αυτό, εκτός από τη

δημιουργία εντυπώσεων, το μόνο που μπορεί να επιτύχει η απόπειρα του κ.

Χριστόδουλου να εμπλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο θέμα είναι να φέρει

τον κ. Στεφανόπουλο σε δύσκολη θέση. Εκτός και αν ο Αρχιεπίσκοπος αποβλέπει σε

πολιτειακή κρίση.

Κατά δεύτερο λόγο, σε αντίθεση με ό,τι το Σύνταγμα προβλέπει για το

δημοψήφισμα επί ψηφισμένων νομοσχεδίων, τη διαδικασία για τη διεξαγωγή

δημοψηφίσματος στο θέμα των ταυτοτήτων μπορεί να την κινήσει μόνον η

κυβέρνηση. Η Βουλή δεν μπορεί να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία. Επομένως,

εφόσον η κυβέρνηση δεν αλλάξει θέση, η έκκληση του κ. Χριστόδουλου ένα μόνο

νόημα μπορεί να έχει: να προκαλέσει ανατροπή της κυβέρνησης, ώστε μια άλλη να

κινήσει την προβλεπόμενη διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει, και στην υποθετική περίπτωση που μια άλλη κυβέρνηση θα

αποφάσιζε να ενδώσει στις πιέσεις του κ. Χριστόδουλου, και πάλι δημοψήφισμα

για το θέμα των ταυτοτήτων δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί ­ ούτε, πολύ λιγότερο,

να ψηφισθεί σχετικός νόμος ­ διότι το ενδεχόμενο αυτό το αποκλείει η πρόσφατη

απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το θέμα.

Πράγματι, με άνετη πλειοψηφία, η Ολομέλεια του δικαστηρίου δεν αρκέσθηκε να

απορρίψει τις αιτήσεις όσων είχαν προσφύγει ενώπιόν του. Με μια σπάνιας

σαφήνειας σκέψη έκρινε ότι, πέρα από την υποχρεωτική, και η προαιρετική

αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες θα παραβίαζε το Σύνταγμα.

Διότι ­ και είναι η πρώτη φορά που το δικαστήριο χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο ­

θα ήταν αντίθετη με τη «θρησκευτική ουδετερότητα» του κράτους. Και αυτό για

τρεις λόγους:

Πρώτον, γιατί η προαιρετική αναγραφή θα προσέβαλε το δικαίωμα όσων δεν θα

συμπλήρωναν τη σχετική ένδειξη στο δελτίο ταυτότητας να μην αποκαλύπτουν έστω

και έμμεσα τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Δεύτερον, διότι θα διαφοροποιούσε τους ανωτέρω, παρά τη θέλησή τους, από τους

Έλληνες εκείνους που ομολογούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Και, τρίτον, διότι η προαιρετική αναγραφή θα παρείχε έδαφος για διακρίσεις ­

δυσμενείς αλλά και ευμενείς, όπως διευκρίνισε η Ολομέλεια. Κατά τούτο, θα

παραβίαζε τη θρησκευτική ισότητα, που η παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος

ρητά καθιερώνει.

Υπό τα δεδομένα αυτά, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ζήτημα των ταυτοτήτων

­ αλλά και η τυχόν ψήφιση νέου νόμου ­ δεν θα ήταν απλώς ανεπίτρεπτη. Θα

συνιστούσε εκτροπή από τη συνταγματική τάξη. Διότι θα υπολάμβανε ότι για ένα

θέμα που έχει κριθεί αμετάκλητα από ανώτατο δικαστήριο της χώρας είναι δυνατόν

η πλειοψηφία, η όποια πλειοψηφία, να αποφανθεί διαφορετικά. Θα ήταν σαν να

μπορούσε μια κυβέρνηση να θέσει στο εκλογικό σώμα το ερώτημα αν κάποιος που

αθωώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση είναι ένοχος ή όχι.

Προ καιρού, όταν έγινε γνωστή η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο κ.

Χριστόδουλος δήλωσε ότι η Εκκλησία είχε αποφύγει να προσφύγει στο δικαστήριο

«σεβόμενη τον θεσμό». Μήπως ήρθε η ώρα να του υπενθυμίσει κάποιος ότι οφείλει

να σέβεται το Σύνταγμα και τις δικαστικές αποφάσεις; Και ότι ειδικά για τους

εκκλησιαστικούς λειτουργούς οι οποίοι, δημόσια και με την ιδιότητά τους,

«διεγείρουν τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας»,

κάποιος άλλος ελληνικός νόμος προβλέπει συνέπειες;

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.