Η μάχη της Γένοβας τελείωσε με ένα νεκρό, με τη νέα ιταλική κυβέρνηση να

έχει υποστεί ένα ισχυρό πολιτικό πλήγμα, με το μέλλον των συνόδων του G8

περισσότερο αβέβαιο από ποτέ, με την εντύπωση ότι «κάτι γίνεται», ότι «κάτι

κινείται» ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.

Οι νικητές ήταν αναμφισβήτητα οι αντίπαλοι της νεοφιλελεύθερης

παγκοσμιοποίησης. Αυτοί κέρδισαν τις εντυπώσεις, αυτοί έδειξαν ότι μπορούν να

επηρεάσουν τις εξελίξεις, αυτοί ήταν τελικά το πρώτο θέμα των τηλεοπτικών

ειδήσεων και των πρωτοσέλιδων του παγκόσμιου Τύπου. Αυτοί, ή, ακριβέστερα, η

βία. Διότι στη Γένοβα ο θριαμβευτής υπήρξε η βία. Η βία όχι ως τυφλή μέθοδος

πολιτικής δράσης, αλλά η βία ως στρατηγική ισχύος, ως πηγή δύναμης ή ως

αντι-δύναμη, η βία ως πολιτική λογική (και όχι, όπως εσφαλμένα γράφηκε, ως

δράση χωρίς λογική).

Το μπλοκ των «ακραίων» απετέλεσε την αιχμή του δόρατος αυτής της στρατηγικής

«ισχύος», στρατηγική που η μεγάλη πλειοψηφία των διαδηλωτών (και η επίσημη

εκπροσώπησή της) δεν ακολούθησε ούτε ήταν διατεθειμένη να ακολουθήσει. Ας

πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Χωρίς την επιλογή της αναμέτρησης με την

αστυνομία (και την τραγωδία του θανάτου, που αργά ή γρήγορα, στη Γένοβα ή

κάπου αλλού, θα ερχόταν) ούτε η ήττα του G8 θα είχε προσλάβει τέτοια διάσταση,

ούτε η εντύπωση ότι κάτι κινείται ενάντια στην παγκοσμιοποίηση θα ήταν τόσο

ξεκάθαρη, ούτε η διαδήλωση θα είχε τύχει τόσο μεγάλης δημοσιότητας. Πόσες

άλλωστε μεγάλες διαδηλώσεις για σημαντικά θέματα έχουν περάσει απαρατήρητες;

Τα ΜΜΕ θέλουν αίμα και δάκρυα και η επιλογή της βίας προσέφερε τελικά και τα

δύο. Συνεπώς, η πολιτική λογική που υπερίσχυσε (και υπερίσχυσε όχι γιατί

έτρεξε αίμα στους δρόμους αλλά γιατί απέδειξε την αποτελεσματικότητά της) ήταν

η λογική της μετωπικής σύγκρουσης.

Η πολιτική, το έχουμε γράψει σε αυτή τη στήλη, είναι η τέχνη της νίκης στις

καθημερινές μάχες. Η πολιτική είναι μάχη ιδεών, μάχη ανθρώπων, μάχη

μηχανισμών, μάχη συμβόλων, μάχη συμφερόντων, είναι όμως ­ προπάντων ­ μια μάχη

ισχύος. Σε αυτήν, λοιπόν, την ιδιότυπη μάχη ισχύος της Γένοβας οι οπαδοί της

«τυφλής βίας» κέρδισαν την «παρτίδα», διότι αυτοί οδήγησαν στη νίκη όλο το

μπλοκ των δυνάμεων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Δημιούργησαν, συνεπώς, μια

νέα κατάσταση ισχύος, ένα νέο συσχετισμό δύναμης, ο οποίος θα αποτελέσει τη

βάση και την αφετηρία για την έναρξη των επόμενων εχθροπραξιών [όπως ακριβώς

στη ρουλέτα κάθε επόμενος γύρος έχει ως αφετηρία το τελευταίο νούμερο, την

τελευταία δηλαδή καταγραφή κερδισμένων και χαμένων, καταγραφή που όμως

επηρεάζει το σύνολο του παιχνιδιού, διότι κάποιοι αύξησαν το κεφάλαιό τους (=

την ισχύ τους) ενώ κάποιοι το μείωσαν].

Μόνοι, λοιπόν, νικητές οι «ακραίοι»; Φυσικά όχι. Χωρίς την κινητοποίηση

χιλιάδων ανθρώπων (μη οπαδών της βίας), η νίκη τους θα ήταν και αδιανόητη και

αδύνατη. Οι «πολλοί» ήταν εκείνοι που νομιμοποίησαν τη μεγάλη κινητοποίηση,

όπως έγραψε ο G. Monbiot («The Guardian», 24.7), οι πολλοί τής έδωσαν σάρκα

και οστά, βάθος και προοπτική. Οι πολλοί τελικά επέτρεψαν στους λίγους να μην

τσακιστούν ­ μέσα στη γενική αδιαφορία ­ από τις δυνάμεις καταστολής. Οι

πολλοί τελικά έφεραν τις κάμερες στη Γένοβα, μόνο που οι λίγοι έκαναν καλύτερη

χρήση του φακού και επιτάχυναν τις εξελίξεις.

Στην εποχή μας (αλλά και σε άλλες εποχές λιγότερο «τηλεοπτικές») η χρήση μη

συμβατικών μορφών δράσης (μία εκ των οποίων είναι η τακτική της βίας) έχει

συχνά αποδειχτεί αποτελεσματική. Δεν είναι ευφυές να κλείνει κανείς τα μάτια

μπροστά σε αυτή την αλήθεια. Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση πέτυχε μια

σημαντική νίκη και αυτό το οφείλει εν μέρει στη μη συμβατική στρατηγική

κάποιων μικρών ομάδων. Ωστόσο, η επιβεβαίωσή του ως κινήματος δεν περνάει μέσα

από την υιοθέτηση μιας μειοψηφικής λογικής. Αν η πολιτική είναι μια μάχη

ισχύος, στις σύγχρονες δημοκρατίες η ισχύς περνάει μέσα από τη δύσκολη

διεκδίκηση της πλειοψηφίας.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής

Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.