Αν κάποιος ανυποψίαστος παρακολουθούσε τελευταία την ελληνική δημοσιότητα

θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι η χώρα μας διαθέτει το μοναδικό παγκοσμίως

σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο δεν έχει μεγάλο πρόβλημα.

Άλλωστε, αν δεν ήταν έτσι πώς θα περνούσε ασχολίαστη η πρόταση του ΚΚΕ για

μείωση των ορίων ηλικίας και των λοιπών προϋποθέσεων συνταξιοδότησης;

Δυστυχώς, όμως, η δημοσιότητα ουδόλως έχει σχέση με την πραγματικότητα. Το

ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα πάσχει και πάσχει διπλά.

Κατ’ αρχήν, οι δημογραφικές εξελίξεις, όπως σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες,

ανατρέπουν τη βασική παράμετρο στην οποία στηρίχθηκαν τα διανεμητικά

ασφαλιστικά συστήματα, που χαρακτηρίζονταν από την «αλληλεγγύη των γενεών». Η

αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους ήταν π.χ. στο ΙΚΑ 1/7 το ’60, 1/4,5 το

’70, 1/4 το ’80 και προβλέπεται 1/1,78 μόλις το 2008. Στις ΔΕΚΟ 1/6,76 το ’78

και 1.0,44 το 2008. Η ανατροπή αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε νέα συστήματα με

«μεικτό» χαρακτήρα, τουλάχιστον όσον αφορά τις αρχές. Κατά δεύτερον, υπάρχουν

τα ιδιαίτερα προβλήματα του ελληνικού συστήματος, το οποίο περιέχει

ανορθολογισμούς, στρεβλώσεις και πρωτοφανείς αδικίες στις εισροές, τις

παροχές, τα όρια και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Ελέω πελατειακού

κράτους παροχών «κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς

φτωχότερους».

Το μέγεθος του προβλήματος μεγεθύνει τις ευθύνες της κυβέρνησης όσον αφορά τον

χειρισμό του. Κατ’ αρχήν υπέπεσε σε κολοσσιαία σφάλματα σε επίπεδο σχεδιασμού

με τις αρχικές δηλώσεις για διάλογο-εξπρές, την έλλειψη στοιχειώδους συζήτησης

επί της έκτασης του προβλήματος βάσει της έκθεσης των Βρετανών, την απουσία

διαμόρφωσης συμμαχιών αφού οι προτάσεις της είχαν απλώς σε κάποιους ουδέτερες

επιπτώσεις και, τέλος, την ανυπαρξία μετώπων έναντι των «ευνοημένων» που ­

αναπόφευκτα ­ εθίγοντο.

Πέραν αυτών, η πρότασή της δεν μπορούσε να δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας και

εμπιστοσύνης, αλλά ούτε και μεταρρυθμιστικής πνοής, καθώς προωθούσε επιμέρους

μέτρα στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος τα οποία, σε ένα βαθμό, ­ και όχι

πάντα με τον καλύτερο τρόπο ­ άμβλυναν τις ανισότητες, αλλά που στο σύνολό

τους ούτε το πρόβλημα του ελλείμματος αντιμετώπιζαν ριζικά ούτε, κυρίως,

συνιστούσαν ριζική μεταρρύθμιση και νέο ασφαλιστικό σύστημα.

Ακόμα πιο αδιέξοδη, βέβαια, ήταν η αντιμετώπιση από τα συνδικάτα και,

δευτερευόντως, από την αντιπολίτευση. Όταν ξέφευγε από όσα εισαγωγικά

αναφέρθηκαν, επικεντρωνόταν είτε σε θέματα που δεν επιλύουν το πρόβλημα είτε

σε ορθές κατευθύνσεις με λάθος τρόπο. Για παράδειγμα, η συζήτηση περί νέων

πόρων αδυνατεί να απαντήσει από πού οι πόροι αυτοί θα περικοπούν και, κυρίως,

αν θα τροφοδοτήσουν τις αδικίες του υφιστάμενου συστήματος. Η πρόταση περί

επέκτασης της τριμερούς χρηματοδότησης, υπάρχοντος του σημερινού συστήματος,

διευρύνει τις ανισότητες, αφού σε απόλυτους αριθμούς ευνοεί τους πιο

υψηλόμισθους. Ο διάλογος περί εισφοροδιαφυγής είναι αδιέξοδος όσο

επικεντρώνεται στην αναγκαία μηχανοργάνωση και αστυνόμευση και όχι στις

δομικές παραμέτρους του συστήματος που την ευνοούν, καθώς τους είναι, σχεδόν,

αδιάφορο το πραγματικό ύψος των εισφορών. Παρότι η περιπέτεια του

Αασφαλιστικού έδειξε έλλειμμα κουλτούρας μεταρρυθμισμού και διαλόγου και

πλεόνασμα διαχειριστικής και λαϊκίστικης νοοτροπίας, γίνεται όλο και πιο

φανερό ότι η πραγματική διέξοδος βρίσκεται πέρα από το υφιστάμενο σύστημα.

Βρίσκεται σε μια ισχυρή μεταρρύθμιση που θα οδηγεί σε ένα νέο ασφαλιστικό

σύστημα. Δυνάμεις της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς έχουν προτείνει και στο

παρελθόν και σήμερα ένα νέο σύστημα βασισμένο σε 3 «πυλώνες» και στο οποίο θα

παρέχεται «σύνταξη του πολίτη» από κρατικούς πόρους, «αναλογική σύνταξη»

αποκλειστικά από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων και «πρόσθετη σύνταξη» σε

κεφαλαιοποιητική βάση. Η πρόταση αυτή είναι, εν μέρει, πραγματικότητα σε

ευρωπαϊκές χώρες, συζητείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει προταθεί στο

παρελθόν και από τον σημερινό Πρωθυπουργό. Αν θέλει, λοιπόν, ο Κ. Σημίτης να

βρει πραγματική διέξοδο ας εγκαταλείψει τον εγκλωβισμό στο υφιστάμενο σύστημα

κι ας επιστρέψει σε μεταρρυθμιστικές ιδέες που και ο ίδιος διατύπωνε.

Ο δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι στέλεχος της Ανανεωτικής

Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς.