Η βρετανική κυβέρνηση, αναγγέλλοντας την περασμένη Δευτέρα την αύξηση κατά

περίπου 11% του βασικού μισθού, τροφοδότησε εκ νέου τις προσδοκίες, και

υποψίες, για πρόωρες εκλογές εντός του 2001.

Τις ίδιες προσδοκίες είχε καλλιεργήσει η απόφαση της κυβέρνησης Μπλερ (Ιούλιος

2000) να ανοίξει επιτέλους τη στρόφιγγα του προϋπολογισμού και να αφιερώσει 68

δισ. ευρώ στη βελτίωση των υπηρεσιών (κυρίως: υγεία, παιδεία μεταφορές) του

δημόσιου τομέα, του «μεγάλου ασθενούς» της βρετανικής κοινωνίας. «Αυτός ο

κατάλογος δαπανών», δήλωσε ο J. Edmonds, Γ.Γ. του συνδικάτου της

μεταλλουργίας, «είναι το καλύτερο νέο που έχουμε εδώ και σαράντα χρόνια

ακούσει για τις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας μας». Εγκατάλειψη λοιπόν της

προσφιλούς στον Τ. Μπλερ πολιτικής λιτότητας; Στροφή σε μια πολιτική

περισσότερο «κοινωνική» για λόγους εκλογικούς; Το θέμα ίσως δεν είναι τόσο

απλό. Ένας πρώτος απολογισμός της τετραετίας Μπλερ θα επιτρέψει να

κατανοήσουμε καλύτερα τον σύνθετο χαρακτήρα της πολιτικής του Τρίτου Δρόμου

και τη διαφοροποίησή του από την πολιτική των Συντηρητικών. Ας συνοψίσουμε

κάποιες βασικές όψεις της πολιτικής των Νέων Εργατικών.

1. Η μακροοικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπλερ υπήρξε ευθεία

συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων συντηρητικών κυβερνήσεων. Η αυστηρή

δημοσιονομική στάση, η αντιπληθωριστική εμμονή, η απουσία βιομηχανικής

πολιτικής, η ενίσχυση της «ευλυγισίας» στην αγορά εργασίας, η άρνηση της

χρήσης της φορολογίας και της νομισματικής πολιτικής ως εργαλείων

«αντι-κυκλικής» δράσης, η περαιτέρω αποχώρηση του κράτους από την παροχή

υπηρεσιών αποτελούν τα πειστήρια μιας οικονομικής φιλοσοφίας νεο-φιλελεύθερης

έμπνευσης.

2. Η εν λόγω νεο-φιλελεύθερη μακροοικονομική πολιτική συνοδεύτηκε από

μια ενδιαφέρουσα δέσμη κοινωνικών μέτρων. Καθιέρωση του βασικού μισθού και του

48ώρου, ενεργητική πολιτική απασχόλησης (μείωση της ανεργίας των νέων και της

ανεργίας «μακράς διάρκειας»), αύξηση των δαπανών για την υγεία και την

εκπαίδευση, επιβοήθηση των αποκλεισμένων κ.λπ.

3. Η σταδιακή και εν εξελίξει διαμόρφωση ενός κράτους-πρόνοιας

περισσότερο «επιλεκτικού» (προσανατολισμένου στους έχοντες ανάγκη), είναι μια

τρίτη όψη της πολιτικής Μπλερ. Αυτό το «επιλεκτικό» κράτος εξασθενίζει τον

καθολικό χαρακτήρα των κοινωνικών παροχών, ενισχύει τον ρόλο της αγοράς στην

παροχή υπηρεσιών και ωθεί τις μεσαίες τάξεις στον ιδιωτικό τομέα,

υπονομεύοντας έτσι ­ μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον ­ τα οικονομικά θεμέλια του

δημόσιου προνοιακού συστήματος.

Αναμφίβολα, τα πρόσφατα κοινωνικά μέτρα (αύξηση του κατώτερου μισθού, αύξηση

των κονδυλίων για τις δημόσιες υπηρεσίες) αποσκοπούν ακριβώς στο να μειώσουν

το κοινωνικό ­ και εκλογικό ­ κόστος της φιλελεύθερης πολιτικής του Εργατικού

Κόμματος. Εντάσσονται εν τούτοις σε μια πολιτική που δεν ήταν ποτέ μονομερώς

φιλελεύθερη, καθώς οι Άγγλοι Εργατικοί προσπάθησαν συνειδητά να περιορίσουν τα

ακραία φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης. Άλλωστε, η κυβερνητική τους

πολιτική ανταποκρίθηκε σε αξιοσημείωτο βαθμό στις αρχικές διακηρυγμένες

προγραμματικές τους σκοπεύσεις. Οι Νέοι Εργατικοί, έχοντας εγκαταλείψει την

κλασική μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική παράδοση της ισότητας (την οποία πλέον

ορίζουν σαν inclusion και την ανισότητα σαν «αποκλεισμό»), ρητά και ανοικτά

υιοθέτησαν τα κεκτημένα του θατσερισμού και εξίσου ρητά και ανοικτά διακήρυξαν

την πρόθεσή τους να διορθώσουν τις ακραίες μορφές φτώχειας που παρήγαγε αυτός

ο τελευταίος. Στην ουσία, οι Βρετανοί υπέρμαχοι του Τρίτου Δρόμου έθεσαν σε

εφαρμογή μια αναγεννημένη εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, μια πιο κοινωνική και

δημιουργική εκδοχή, που φαίνεται ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στις προσδοκίες

της βρετανικής κοινωνίας.

Το γεγονός αυτό «μπλοκάρει» την εκλογική δυναμική του Συντηρητικού Κόμματος,

το οποίο όχι απλώς έχει μείνει χωρίς διακριτή πολιτική αλλά βλέπει ότι ο

αντίπαλος υλοποιεί τη δική του πολιτική με πιο ευφάνταστο και γόνιμο τρόπο, με

ένα τρόπο που τελικά ­ έστω και αν αυτό μοιάζει αντιφατικό ­ την τροποποιεί

σημαντικά, διατηρώντας τη, συγχρόνως, αναλλοίωτη. Το πλεονέκτημα που δίνουν

σήμερα οι δημοσκοπήσεις στον Τ. Μπλερ είναι το πλεονέκτημα ενός αναγεννημένου

και «ευαίσθητου» φιλελευθερισμού που καταφέρνει να είναι πιο κοντά στην

κοινωνία από ό,τι ο αγκυλωμένος φιλελευθερισμός των Συντηρητικών.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.