Μετά την αύξηση κερδών, που ανακοίνωσε επίσημα η Εθνική, ακολούθησε η πτώση

κερδών της Alpha Bank. Προηγήθηκε η άνοδος κερδών της Εμπορικής, η οποία θα

«επισημοποιηθεί» την ερχόμενη Πέμπτη, αλλά και η οριακή μείωση, κατά 5%, των

προ φόρων κερδών της Πειραιώς. Την Τρίτη είναι η σειρά της Γενικής να

ανακοινώσει τα δικά της αποτελέσματα, τα οποία θα είναι μικρότερα σε σχέση με

αυτά του 1999, ενώ την ίδια ώρα η Εγνατία, σύμφωνα με πληροφορίες, θα

αποτελέσει την ευχάριστη έκπληξη της περσινής χρονιάς. Από τα παραπάνω

προκύπτει ότι οι τραπεζικές κερδοφορίες, κατά τη χρήση που πέρασε,

λειτούργησαν περίπου ως «σκωτσέζικο ντους». Το κακό χρηματιστηριακό κλίμα των

τελευταίων δεκαέξι μηνών έπαιξε κι εδώ τον ρόλο του.

Αρκεί να σημειωθεί ότι έως και τέσσερις φορές χαμηλότερα βρίσκονται σε

ορισμένες περιπτώσεις οι σημερινές τραπεζικές κεφαλαιοποιήσεις σε σχέση με τις

αντίστοιχες του Σεπτεμβρίου του 1999.

Η κάθετη πτώση του Γενικού Δείκτη της Σοφοκλέους, συμπαρέσυρε στο

«χρηματιστηριακό χάος» και τον κλάδο των τραπεζών, ο οποίος, ούτως ή άλλως,

ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό γι’ αυτή την εικόνα.

Υπενθυμίζεται ότι ο βαθμός επιρροής των τραπεζών στη διαμόρφωση του Γενικού

Δείκτη είναι ο μεγαλύτερος σε σχέση με όλους τους άλλους επιμέρους κλάδους,

οπότε μόνο έκπληξη δεν προκαλεί η σημερινή κακή εικόνα που εμφανίζουν στο

σύνολό τους οι τραπεζικές κεφαλαιοποιήσεις.

Αν εξεταστεί ειδικότερα η υποκατηγορία των εμπορικών τραπεζών, θα μπορούσε να

διαπιστωθεί ότι σήμερα υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η χρηματιστηριακή

αξία αποτιμάται σε λιγότερα από 70 δισ. δραχμές. Ο λόγος για την Ασπίς Μπανκ,

της οποίας η κεφαλαιοποίηση στις 29 Ιανουαρίου ήταν 68,2 δισ. δραχμές, έχοντας

σημειώσει μάλιστα και μικρή αύξηση σε σχέση με έναν μήνα πριν, όταν η

χρηματιστηριακή αξία της ίδιας τράπεζας διαμορφωνόταν στα 64,9 δισ. δραχμές.

Είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρτείται αύξηση,

έστω κι οριακή.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο κανόνας κάνει λόγο για σχεδόν αδιάλειπτη

πτώση, η οποία και οδήγησε στα σημερινά κακά επίπεδα του κλάδου, σε ό,τι αφορά

πάντα στη χρηματιστηριακή του εικόνα. Βεβαίως, αυτή η εξέλιξη είχε τις

επιπτώσεις της και στο εξαιρετικά ευαίσθητο κομμάτι των κερδοφοριών των

πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία όχι μόνο δεν διατήρησαν τους προπέρσινους

ρυθμούς αύξησης των αποτελεσμάτων τους, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις

σημείωσαν και υστέρηση.

Για παράδειγμα, μολονότι επισήμως δεν έχουν ανακοινωθεί τα τελικά κέρδη της

Γενικής Τράπεζας, αν κρίνει κανείς με βάση τα αποτελέσματα του εννιαμήνου, το

2000 δεν ήταν και η καλύτερη χρονιά της. Το ίδιο ισχύει και από

χρηματιστηριακής απόψεως. Με βάση τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η εταιρεία

RMS, για λογαριασμό της «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», η χρηματιστηριακή αξία της «τράπεζας των

στρατηγών» βρέθηκε από τα 347,1 δισ. δραχμές του Σεπτεμβρίου του 1999, στα

184,3 δισ. δραχμές του Σεπτεμβρίου του 2000, για να «κλείσει» τον πρώτο μήνα

του 2001 στα 121,5 δισ. δραχμές.

Ανάλογη είναι η πορεία που ακολούθησαν στο σύνολό τους οι εμπορικές τράπεζες,

αφού, όπως προαναφέρθηκε, το παράδειγμα της Γενικής είναι απλά ενδεικτικό.

Ο κανόνας εν προκειμένω ισχύει τόσο για τις μικρές όσο και για τις μεγάλες

εμπορικές τράπεζες.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Εμπορικής, παρατηρήθηκε κατά το ίδιο

διάστημα (Σεπτέμβριος ’99 – Ιανουάριος 2001) απώλεια της μισής

χρηματιστηριακής αξίας της τράπεζας. Για την ακρίβεια, βρέθηκε από τα 2,6

τρισ. δραχμές του ’99 στα 1,37 τρισ. δραχμές του περασμένου μήνα. Μεγάλη ήταν

και η μείωση που «γνώρισε» και η Εθνική Τράπεζα, της οποίας η χρηματιστηριακή

αξία υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 3 τρισ. δραχμές από 4,43 τρισ. δραχμές που

υπολογίζονταν πριν από περίπου 16 μήνες.

Στα αξιοσημείωτα αυτής της ιστορίας θα πρέπει να αναφερθούν και οι αλλαγές που

επήλθαν στη κατάταξη των τραπεζών με βάση τη χρηματιστηριακή τους αξία. Όπως

προκύπτει από τη μελέτη των σχετικών στοιχείων της RMS, η EFG Eurobank μετά τη

συγχώνευσή της με την Εργασίας, κατόρθωσε να εξασφαλίσει αργά αλλά σταθερά τη

δεύτερη θέση από την Alpha Bank, η οποία παρά τη συγχώνευσή της με την Ιονική

Τράπεζα, υποχώρησε στην τρίτη θέση.

Η διαφορά τους μπορεί να είναι οριακή, αλλά υπάρχει. Σύμφωνα με τις μετρήσεις

της 29ης Ιανουαρίου, η κεφαλαιοποίηση της τράπεζας του ομίλου Λάτση φτάνει στα

1,97 τρισ. δραχμές, έναντι 1,82 τρισ. δραχμών της Alpha Bank.

Εν προκειμένω, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι ­ χρηματιστηριακοί κυρίως ­

παράγοντες, οι οποίοι εκτιμούν ότι αυτή η μεταβολή ενδεχομένως να σημαίνει

κάτι περισσότερο από μια απλή ανακατάταξη και τη συνδέουν με ενδεχόμενες

μελλοντικές μετοχικές συμμαχίες των δύο τραπεζών. Κι από τις δύο πλευρές

πάντως τονίζεται ότι «όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας».

Μια άλλη σημαντική παρατήρηση που θα μπορούσε να γίνει, έχει να κάνει με το

χρηματιστηριακό τίμημα που πλέον απαιτείται, προκειμένου να αποκτηθεί ­

θεωρητικά πάντα ­ η καταστατική πλειοψηφία ενός εμπορικού πιστωτικού

ιδρύματος.

Όπως προκύπτει από έναν απλό υπολογισμό, με λιγότερα από 25 δισ. δραχμές, το

«Όνειρο» μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Πρακτικά, η διαπίστωση αυτή δεν έχει

αντίκρυσμα, από την άποψη ότι καμίας τράπεζας το 33% δεν είναι διαθέσιμο.

Όμως συνιστά ένα πρώτης τάξης ενδεικτικό στοιχείο σχετικά με το μέγεθος της

«χαμένης χρηματιστηριακής τιμής» που προαναφέρθηκε, η οποία, πράγματι, δύσκολα

θα αποκατασταθεί.