Δύο καταγγελίες για διαφθορά αστυνομικών γίνονται ­ κατά μέσο όρο ­ την ημέρα.

Την ίδια ώρα παρατηρείται απροθυμία ορισμένων αστυνομικών υπηρεσιών να

συνεργαστούν με τη νεοσύστατη Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.

Τα εντυπωσιακά αυτά στοιχεία κατέθεσαν χθες στη Βουλή ο αστυνομικός διευθυντής

και επικεφαλής της υπηρεσίας αυτής, Βασίλης Τσιατούρας.

Ο αστυνομικός διευθυντής όταν ρωτήθηκε ­ παρουσία του υπουργού Δημόσιας Τάξης

Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ­ από την κ. Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη (Ν.Δ.) ποιοι έχουν την

«πρωτιά» στη διαφθορά, απάντησε ότι η μεγάλη συναλλαγή γίνεται με τους

αλλοδαπούς και τις αλλοδαπές. Ο κ. Τσιατούρας κατέθεσε ακόμα ότι δίνονται ­ με

τη μεσολάβηση ορισμένων αστυνομιών ­ άδειες παραμονής ενός χρόνου, αντί τριών

μηνών που ορίζει ο σχετικός νόμος.

«Αν δεν υπήρχε αυτό το φαινόμενο, η διαφθορά θα ήταν πολύ μικρότερη στην

Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά.

Στη συζήτηση, που έγινε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ο

υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο οποίος και παρουσίασε στους βουλευτές τον κ.

Τσιατούρα, σημείωσε ότι τις επόμενες ημέρες θα αυξηθούν οι αστυνομικές

περιπολίες στους δρόμους. Και βρίσκεται σε εξέλιξη ο σχεδιασμός της κατάργησης

των πολυδυνάμων αστυνομικών τμημάτων με παράλληλη αντικατάστασή τους από άλλα

μικρότερα και «ευκίνητα». (Αργότερα σε έγγραφη απάντησή του στον κ. Π. Κρητικό

τόνισε πως το 2000 μειώθηκε αισθητά η εγκληματικότητα στην Ελλάδα).

Τελικώς, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της νέας αυτής υπηρεσίας της Αστυνομίας,

ασκήθηκαν ­ μέσα σ’ έναν χρόνο ­ 146 ποινικές διώξεις αστυνομικών. Από αυτές

οι 20 αφορούσαν παράβαση καθήκοντος, οι 17 ψευδή βεβαίωση, οι 13 δωροδοκίες

για νόμιμες πράξεις, οι 13 για εκβίαση, οι 19 για κατάχρηση εξουσίας, οι 8 για

παράβαση του νόμου περί αλλοδαπών, οι 6 για παράβαση του νόμου περί όπλων, οι

5 για πλαστογραφία πιστοποιητικών, οι 5 για κλοπή, οι 4 για παράβαση του νόμου

περί ναρκωτικών κ.ά.

Συνολικά, την περίοδο 1999-2000 έγιναν 933 καταγγελίες για διαφθορά

αστυνομικών, εκ των οποίων οι 176 προέρχονται από αστυνομικές υπηρεσίες.

«Δεν περιμέναμε κι εμείς ως νεοσύστατη υπηρεσία», είπε ο κ. Τσιατούρας, «πως

θα φτάναμε σε τόσο μεγάλο ύψος καταγγελιών αλλά και ποινών διώξεων κατά

αστυνομικών».

Ωστόσο, πρόσθεσε, «με βάση τις ενδείξεις από τα στοιχεία των δύο τελευταίων

μηνών ­ δεν περιέχονται στην έκθεση που κατατέθηκε στη Βουλή ­ τα κρούσματα

διαφθοράς στην Αστυνομία αλλά και οι καταγγελίες έχουν αρχίσει να μειώνονται

ραγδαία».

Σε σχετική ερώτηση της βουλευτού του ΚΚΕ Λιάνας Κανέλλη, ο κ. Τσιατούρας

επισήμανε ότι δύσκολα οι κατώτατοι αστυνομικοί ενέχονται σε ιστορίες διαφθοράς

«γιατί συνήθως δεν έχουν τις κατάλληλες πλάτες». Και πρόσθεσε ότι οι

περισσότερες υποθέσεις που καταγγέλθηκαν αφορούν στην Αττική, «διότι στην

επαρχία είναι δυσκολότερη η καταγγελία και η έρευνα από την Υπηρεσία

Εσωτερικών Υποθέσεων».

Πάντως, ως προς την απροθυμία που υπάρχει από ορισμένους αστυνομικούς να

δώσουν στοιχεία, η έκθεση του κ. Τσιατούρα, που απασχόλησε χθες τη Βουλή,

μεταξύ άλλων, επισημαίνει: «Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι η δράση της

υπηρεσίας προκαλεί δυσαρέσκεια στους κόλπους του αστυνομικού Σώματος, από τη

στιγμή που έρχονται την επιφάνεια περιπτώσεις που δεν τιμούν την Αστυνομία».

Ο κ. Τσιατούρας έκανε και μια ακόμα επισήμανση: «Οι πληροφορίες που περιήλθαν

στην υπηρεσία αναφορικά με επιμεμπτές ενέργειες αστυνομικών προέρχονται κυρίως

από ιδιώτες. Ιδιαίτερα χαμηλό είναι το ποσοστό συμμετοχής των αστυνομικών στην

παροχή πληροφοριών. Από το σύνολο των πληροφοριών, που ανέρχονται συνολικά

στις 933, από αστυνομικές υπηρεσίες προέρχονται οι 176, δηλαδή το 18%».

Στη συζήτηση που έγινε κατά την πρώτη απολογιστική εμφάνιση της νεοσύστατης

αυτής υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ. ο υπουργός Δημόσιας Τάξης δήλωσε ικανοποιημένος από

το έργο της, αλλά και από το εξής ζήτημα: «Όπως προκύπτει, το 54,2% των

καταγγελιών προέρχεται από το τηλεφωνικό κέντρο της υπηρεσίας, γεγονός που

υποδηλώνει τη θετική απήχηση που είχε στο κοινό η ίδρυση της υπηρεσίας και η

δημοσιοποίηση του τηλεφωνικού αριθμού παραπόνων – καταγγελιών, ανεξάρτητα της

ποιότητας των παρεχόμενων πληροφοριών, του ανώνυμου ή επώνυμου χαρακτήρα της

καταγγελίας».