Το ξέρω ότι ήρθαν οι Απόκριες. Το έχω εμπεδώσει. Έχω δει τόσα οπίσθια γκρο

πλαν στη μικρή μου οθόνη που και ηλίθια να ήμουν θα το ‘πιανα το υπονοούμενο.

Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά έχω μια αίσθηση ότι στο Μοσχάτο ­ πρωτεύουσα της

Βραζιλίας ­ καμία κυρία πλέον δεν φοράει εσώρουχο. Όλες αφήνουνε τα σλιπάκια

τους στο σπίτι κι αμολιούνται ξέσαλες υπό τους ήχους παραδοσιακών ελληνικών

χορών ­ βλέπε σάμπα και μάμπο.

Μια ευφορία κατέκλυσε τα δελτία ειδήσεων. Όλα πάλλονται στον ρυθμό του

Τριωδίου. Πάλλονται ­ κυριολεκτικά. Ήρθε κι έπαθε η εικόνα ένα ντελίριουμ

τρέμενς. Το οπίσθιο τρέμει; Ο γλουτός τρέμει; Ο γοφός τρέμει; Το χέρι του

καμεράμαν τρέμει;

Κρατάω το τηλεκοντρόλ στο χέρι και κάνω ζάπινγκ σαν νευρωτική. Πλανιέμαι

έντρομη από κανάλι σε κανάλι, μπας και βρω τίποτα άλλο. Όμως αυτό το οπίσθιο

είναι κλωνοποιημένο. Όπου να στραφώ, όπου και να γυρίσω, το βλέπω μπροστά μου.

Και δεν το βλέπω μόνον εγώ. Το βλέπει και το παιδί. Το απονήρευτο. Το

απορημένο:

­ Μαμά, γιατί οι κυρίες δεν φοράνε βρακάκι;

­ Γιατί είναι Απόκριες αγόρι μου!

Σουρεαλιστικός ο διάλογος. «Γιατί δεν φοράνε βρακάκι ­ γιατί είναι Απόκριες».

Άλλα αντ’ άλλα τα μεγάλα, της Παρασκευής το γάλα. Παλιά, ήταν αλλιώς τα

πράγματα. Κι όταν λέω «παλιά», δεν εννοώ τότε που έφερε ο Καποδίστριας την

πατάτα. Εννοώ, όταν ήμασταν εμείς παιδιά. Σε κείνα τα μπαλ μασκέ, τα απλά. Τα

εκ των ενόντων. Κομφετί, σερπαντίνες, καραμούζες και στολές φτιαγμένες από το

τίποτα. Ξέφτια, ρετάλια, κουρελάκια, ξεχασμένες τρέσες, κορδελίτσες από

συσκευασίες δώρων.

Κι όμως! Πώς ερχόταν αυτό το τίποτα κι έλαμπε σαν βεγγαλικό στην αποκριάτικη

νύχτα. Πώς αυτό το τίποτα στραφτάλιζε και σε τύφλωνε. Πιάνανε οι γιαγιάδες μας

τσιτάκια, βελόνα και κλωστή. Και δώστου στρας, δώστου πούλιες και παγιέτες,

γυαλιστερά, φτερά και πούπουλα. Οι μανάδες ξεσπάγανε πάνω μας κάθε απωθημένο

κοινωνικής ανέλιξης. Κάθε ταξικό τους σύμπλεγμα. Τι πριγκιποπούλες, τι

μπαλαρίνες, τι βασίλισσες της νύχτας. Η καλύτερή μας. Άλλο που δεν θέλαμε.

Ποιο κοριτσάκι κάνει κέφι να ντυθεί νοσοκόμα; Γι’ αυτό είναι οι Απόκριες; Για

να το παίξεις νοσηλεύτρια στο Αρεταίειον;

Τώρα οι στολές είναι ετοιματζήδικες. Στα πολυκαταστήματα και στα εποχικά. Κι

άμα τις δεις απότομα, κάνεις το σημείο του σταυρού! Οπισθοχωρείς και τις

ξορκίζεις. Ένα καρακιτσαριό που δεν το αντέχει ανθρώπου νους. Λες, δεν μπορεί.

Ντιζάινερ θα είναι ο μαρκήσιος Ντε Σαντ. Αλλιώς, δεν εξηγείται τέτοιος

αισθητικός σαδισμός. Κάτι πλαστικοί Ρομπέν των Δασών, Πάουερ Ρέιντζερς,

Χελωνονιτζάκια της μαύρης συμφοράς, κάτι τιγράκια βλαμμένα ­ το αίσχος. Να το

φορέσεις στο παιδί σου γιατί; Γιατί το μισείς; Γιατί θέλεις να το εκδικηθείς;

Να το διασύρεις, να το ξεφτιλίσεις;

Και καπάκι, το πας και στο καρναβάλι του Δήμου. Μπας και του ‘χει διαφύγει

κανένας πωπός από την τηλεόραση να τον δει και διά ζώσης. Έτσι είναι η σωστή

εκπαίδευση. Άλλο να βλέπεις το κυκλαδικό ειδώλιο στο βιβλίο, άλλο από κοντά,

στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Για να διευρύνεις τους ορίζοντές του, πρέπει το

παιδί να έρθει σε άμεση επαφή με το οπίσθιο. Μούρη με μούρη με το στήθος που

ανεβοκατεβαίνει σαν τελεφερίκ. Αγκαλιά με το κοριτσάκι που κοπανιέται

ημίγυμνο. Το κοριτσάκι που το βλέπεις και λες «να σε χαίρεται η μανούλα σου,

πουλάκι μου!».

Κι ο μπαμπάς; Ο μπαμπάς ήταν σπίτι, καμάρι μου, όταν έφυγες ξώβυζη για τους

καρνάβαλους; Ήταν σπίτι να σε δει, κουκλίτσα μου, να βγαίνεις στη γειτονιά

φορώντας μόνο ένα κοτιγιόν; Πολύ θέλει ο άνθρωπος να το πάθει το έμφραγμα;

Λίγο ο περιπτεράς, λίγο ο καφετζής σε κοιτάξουν χαρωπά και σου πουν:

­ Την είδαμε στην παρέλαση πάνω στο άρμα, την Ελενίτσα σας!

Καλέ, πώς ξεπετάχτηκε, μπράβο, μπράβο!

Έτσι είναι. Το οπίσθιο του παιδιού σου είναι δυο φορές οπίσθιο. Και θα το δεις

και σε απευθείας μετάδοση. Σε διακαναλική σύνδεση. Ποιο είναι το όνειρο του

γονιού; Γιατί φτύνει αίμα τόσα χρόνια; Να καμαρώσει μια μέρα το κορίτσι του

ξεβράκωτο ­ κι ύστερα πια ας κλείσει τα μάτια.

Θα μου πεις, από κάπου αρχίζουν όλες οι μεγάλες σταδιοδρομίες. Από τον

Αϊνστάιν, στον Μπετόβεν (που ήταν και κουφός άνθρωπος), κι από το καρναβάλι,

σε πρωινάδικη εκπομπή να διαφημίζεις σουτιέν.

­ Τι ντυθήκατε φέτος;

­ Τσόντα!

Όχι, δεν είμαι ούτε ντεμοντέ ούτε συντηρητική. Ή, μάλλον, κάτσε. Ψέματα λέω.

Ναι. Και ντεμοντέ είμαι και συντηρητική. Συντηριτικούρα του κερατά ­ και δεν

τραβάω και κανένα ζόρι! Θέλω τις Απόκριες να είναι Απόκριες. Τις στολές,

στολές. Την απόδραση, απόδραση. Το γαϊτανάκι, γαϊτανάκι. Τα κομφετί, κομφετί

και τις σερπαντίνες, σερπαντίνες.

Είπαμε, η μόδα φέτος είναι μίνιμαλ, αλλά όλα έχουν και ένα όριο. Από το

μίνιμαλ μέχρι το τσιτσίδι ­ μην τη διανύσω την απόσταση με κλονισμένα νεύρα.

Άλλο «τι ντύθηκες στις Απόκριες;» κι άλλο «τι γδύθηκες στις Απόκριες».

Εγώ, πάντως, το βρήκα για φέτος. Θα γδυθώ «Εύα»! Μαμά, πιάσε ένα μήλο!