Ένα από τα ελληνικά χαρακτηριστικά είναι ότι συνεχώς διακρίνουμε, σχεδόν

εφευρίσκουμε, «εθνικά θέματα», ακόμη και για ψύλλου πήδημα, όπως η πρόσφατη

συζήτηση για τη χρήση των λατινικών στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Χωρίς αμφιβολία ορισμένα θέματα είναι πολύ σοβαρά και χρειάζονται προσοχή και

λεπτό χειρισμό, αλλά ο χαρακτηρισμός τους ως «εθνικών θεμάτων» είναι το

εισιτήριο για το κατρακύλισμα σε υπερβολικές αντιδράσεις και ατυχείς

ενέργειες.

Από τη στιγμή που ένα ζήτημα διεθνές ή εσωτερικό με διεθνή διάσταση

χαρακτηρίζεται «εθνικό» υπάρχει έντονη αγωνία, άγχος και συναισθηματική

φόρτιση. Δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για θέμα «ζωής και θανάτου»,

με προφανή συνέπεια να θεωρείται αδιαπραγμάτευτο. Η στάση αυτή δεν συμβάλει

στην επικράτηση του απαραίτητου ορθολογισμού και της νηφαλιότητας που

απαιτείται για τη μεγιστοποίηση των κερδών και την ελαχιστοποίηση των ζημιών

για τη χώρα. Ας δούμε λοιπόν αδρομερώς ορισμένες εκδηλώσεις του συνδρόμου

αυτού των εθνικών θεμάτων.

Η πιο χαρακτηριστική και η πλέον ατυχής σχετική περιπέτεια είναι η εμπειρία

του Κυπριακού. Ο χειρισμός του από την πλευρά της Αθήνας (αλλά και της

Λευκωσίας) υπήρξε ιδιαίτερα ατυχής ειδικά κατά την περίοδο 1950-1974. Όπως

έχει γράψει ο Ευάγγελος Αβέρωφ (ένας από τους κύριους χειριστές του θέματος),

«ενώ το δυσκολότατο αυτό θέμα είχε ανάγκη από ψυχραιμία και χειρισμούς

ανεπηρέαστους από τις ανεύθυνες και ακατατόπιστες παρορμήσεις», αντίθετα οι

συζητήσεις γι’ αυτό «δηλητηρίαζαν την ατμόσφαιρα, θόλωναν και όξυναν τα

πνεύματα», και επικρατούσε «η υστερία», η συνήθης κατηγορία του «μειοδότη» ή

του «εντελώς ανίκανου» και «ο υπερπατριωτισμός, η βιασύνη, η αδιαλλαξία,

κάποτε η δημαγωγία, που οδηγούν στο θόλωμα της σκέψης».

Ας δούμε όμως και πιο πρόσφατα παραδείγματα που «θολώνουν τη σκέψη». Στο τέλος

του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα είχε μια ιστορική ευκαιρία να παίξει έναν

αξιοσημείωτο διεθνή ρόλο στα Βαλκάνια. Όμως η ευκαιρία χάθηκε γιατί η χώρα

ολίσθησε σ’ ένα ανήκουστο εθνικιστικό παραλήρημα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να

τσακωθεί με όλους τους γείτονές της. Σ’ έναν παροξυσμό εθνικισμού φάνηκε να

αδυνατεί να κατανοήσει στοιχειώδεις διεθνείς πρακτικές και κανόνες, όπως ότι

μία χώρα και ο λαός της δεν «βαπτίζονται» από ξένους αλλά από τους ίδιους.

Ανάδοχος δεν συνηθίζεται και πάντως όχι χωρίς επίσημη πρόσκληση. Επίσης ότι οι

διαφορές όπως αυτές μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων δεν οδηγούν στην άρνηση του

διαλόγου με το άλλο μέρος, αλλά σε διαπραγματεύσεις και πάντως όχι σε εμπάργκο

ή άλλες μεθόδους εξαναγκασμού σαν να βρισκόντουσαν οι δύο χώρες στα πρόθυρα

πολέμου.

Με την Αλβανία οι σχέσεις έφθασαν στο χειρότερο δυνατό σημείο λόγω της

αναζωπύρωσης του «Βοειοηπειρωτικού», ενός κλασικού «εθνικού θέματος», που

αποτελεί κατάλοιπο του ελληνικού αλυτρωτισμού. Η Ελλάδα έδωσε το 1990-1992 και

ως ένα σημείο και λίγο μετά (ένεκα του φόβου του πολιτικού κόστους), την

εσφαλμένη, πλην σαφή, εντύπωση ανάμειξης στα εσωτερικά της Αλβανίας με στόχο

την ένωση της Νότιας Αλβανίας με την Ελλάδα, κάτι που, εκτός των άλλων,

υπέσκαπτε την εικόνα της χώρας του στάτους κβο.

Σε εθνικό θέμα κόντεψε να αναχθεί και η «ελληνοσερβική φιλία» που αποτελεί

μέχρι και σήμερα, σε ορισμένους, τεστ του ελληνικού πατριωτικού φρονήματος. Η

σερβοφιλία δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να κατανοήσει τα αίτια της διάλυσης της

Γιουγκοσλαβίας. Υποστηριζόταν σε κάθε ευκαιρία ο κύριος παράγοντας της βίαιης

διάλυσης, ο Μιλόσεβιτς. Η παθιασμένη αυτή σερβολατρία ακόμη και εγκληματιών

πολέμου όπως ο Αρκάν, ήταν μοναδική στη δεκαετία του 1990 (τέτοια στάση δεν

τήρησε ούτε η Ρωσία) σε σημείο ώστε να ξαφνιάσει (ευχάριστα βέβαια) ακόμη και

τους ίδιους τους εθνικιστές Σέρβους. Η υποστήριξη απομόνωσε την Ελλάδα διεθνώς

και μάλιστα χωρίς αντίκρυσμα και, το χειρότερο, έδωσε την εντύπωση ότι οι

πανανθρώπινες αξίες που συνήθως μας ευαισθητοποιούν σε άλλα θέματα εδώ

χάθηκαν, σε ένα συνδυασμό εθνικιστικής μυωπίας και στρεβλής στρατηγικής υπό το

πρίσμα της ιδέας περί αντιτουρκικού άξονα στα Βαλκάνια που ήταν τότε του

συρμού.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.