Ο λόγος στους αναγνώστες:

Ο Θαν. Νικολαΐδης, από τα Γιαννιτσά, γράφει:

«Ο… Παπαχρόνης έξω; Γιατί όχι μέσα; Ασχολείται, λέει, με την ψυχή του. Κι

εμείς τον «συμπονάμε». Και του ευχόμαστε να πέσει στα μαλακά. Στον άλλο κόσμο,

βέβαια. Εκεί όπου συγχωρούνται με το τσουβάλι οι αμαρτίες. Εδώ, σ’ αυτόν τον

ψεύτικο τον κόσμο, κρίνουμε με επίγεια κριτήρια, συγκεκριμένα. Μετρήσαμε το

κρίμα του όσο «σηκώνει» η καρδιά του μέσου Έλληνα. Τον βγάλαμε ένοχο, πριν η

Δικαιοσύνη αποφανθεί. Δις εις θάνατον. Μόνο έτσι προστατεύεις την κοινωνία

αποτελεσματικά, πείθεις τους δύσπιστους για το δίκαιο, χωρίς παραμορφωτικούς

φακούς στα μάτια.

Υπάρχουν και τα θύματα. Ζουν και αναπνέουν σε ρυθμούς Παπαχρόνη. Ο δράστης

ρύθμισε, με το μαχαίρι του, ακόμα και τη δόση του οξυγόνου που θα αναπνέουν,

χτυπώντας τους στον λαιμό. Οι άλλες είναι νεκρές. Ήταν κέφι του ­ τον…

ερέθιζε, βλέπεις, το γυναικείο τακούνι χτυπώντας ρυθμικά στο δάπεδο. Μαθεύτηκε

το κακό κι έσπευσε ο… τολμηρός δόκιμος να πάρει μέρος στην αναζήτηση του

δράστη. Και περιμέναμε να βάλει τα στήθια του μπροστά ο ήρωας, αν ο εχθρός μάς

χτύπαγε την πόρτα. Ζυγιάσαμε τον ανδρισμό του μέσα απ’ τις μαχαιριές σε

ανυπεράσπιστες γυναίκες κι ύστερα ήρθαν τα… γράμματα. Κρατούμενος ο

«λεβέντης» κι έφταναν γράμματα ερωτικά από άγνωστες! Κι αν τρύπαγες στα μέσα

του εγκεφάλου τους, κενό θα συναντούσες. Θύτης ο »δόκιμος» και μη παριστάνει

το θύμα. Όσο κι αν συγγενείς το θέλουν και συγχωριανοί τού δίνουν άφεση

αμαρτιών.

Δεν είναι τυφλή η Δικαιοσύνη. Ούτε κουφή, ούτε στραβή. Απλά, κρατάει τα μάτια

της κλειστά για να μη βλέπει την… ομορφιά του δόκιμου και παρασύρεται. Τ’

αυτιά κλειστά, να μην ακούει «πονόψυχους» στον θύτη κι αναίσθητους στα θύματα.

Εμείς τον θέλουμε δεμένο. Κανένας δεν του χρωστάει να τον σφάξει, μας

χρωστάει, να ξοφλήσει το «υπόλοιπο». Και δεν ξοφλάς με δεκαοκτώ χρόνια δύο

ζωές. Δεν αγοράζεις το «δις εις θάνατον» με κάποιες «στιγμές» κάθειρξης. Έτσι

αποτίμησαν την πράξη του τίμιοι δικαστές, τόσο ζήτησαν οι ψυχές από ψηλά, τόσα

και πιο πολλά θα ζήταγαν τα θύματά του, αν προλάβαιναν να σκεφθούν, στο

χαροπάλεμά τους».

Ο Ανθ. Πέτσης, Π.Π. Γερμανού 14, Χαλκίδα, γράφει:

«Είναι στ’ αλήθεια, ν’ απορεί κανείς πως μόλις εφτά μήνες μετά τις εθνικές

εκλογές και την κυβερνητική πλειοψηφία, άρχισε η αμφισβήτηση του κυβερνητικού

έργου. Αυτό, εν μέρει, γίνεται κατανοητό επειδή η σημερινή κυβέρνηση θεωρείται

συνέχεια της προηγουμένης και επομένως περιορίζονται σημαντικά τα χρονικά

περιθώρια ανοχής.

Εκείνο, όμως, που καταντά, πλέον, εξοργιστικό είναι ότι η αμφισβήτηση γίνεται,

όχι από την ούτως ή άλλως παραπαίουσα αντιπολίτευση, αλλά από ορισμένα

κυβερνητικά στελέχη. Φαίνεται ότι δεν τα φρονημάτισε το αποδεκάτισμα της

εσωτερικής αντιπολίτευσης της προηγούμενης κυβέρνησης. Κακό του κεφαλιού τους.

Ωστόσο διανοήθηκαν ποτέ την αλγεινή, μέχρι αηδίας, εντύπωση που δημιουργεί η

στάση τους αυτή στον εργάτη, τον υπάλληλο, τον χαμηλοσυνταξιούχο; Αντί να

πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά και να επιλύσουν τα δίκαια και χρονίζοντα

αιτήματά τους, αυτοί περί άλλα τυρβάζουν: Αν θα γίνουν υπουργοί, ή αν θα

γίνουν αρχηγοί. Αυτά είναι ραπανάκια για την όρεξη, όταν άλλοι λιμοκτονούν».