Η προοπτική μιας στρατηγικής συμμαχίας της Τράπεζας Πειραιώς ήταν και

παραμένει ανοικτή, παρά το πρόσφατο «πάγωμα» των σχετικών συνομιλιών με την

ING. Άλλωστε, ο Όμιλος θα διεκδικήσει ενεργό ρόλο στο τραπεζικό στερέωμα των

δύο – τριών μεγάλων «παικτών» που θα κυριαρχήσουν στην ελληνική αγορά κατά τα

επόμενα χρόνια. Παράλληλα, οι κερδοφορίες των τραπεζών θα επανέλθουν στους

παλιούς καλούς αυξητικούς ρυθμούς, ενώ το άνοιγμα των πιστωτικών ιδρυμάτων σε

προνομιακές περιοχές, όπως αυτή των Βαλκανίων, θα συνεχιστεί.

Τις παραπάνω εκτιμήσεις διατυπώνει στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ο γενικός διευθυντής του

Ομίλου Πειραιώς κ. Νίκος Μπέης, ο οποίος, αναλύοντας τους στόχους της Τράπεζας

για φέτος, επισημαίνει ότι «στο πλαίσιο της πενταετούς στρατηγικής της

Πειραιώς, το 2001 αποτελεί ένα εξαιρετικά μεγάλης σημασίας έτος. Κατά το έτος

αυτό στην αγορά θα επιδιωχθεί η ολοκλήρωση της νέας οργάνωσης, η στρατηγική

αναδιάταξη και ενίσχυση της παρουσίας των θυγατρικών του Ομίλου, αλλά κυρίως η

περαιτέρω διείσδυση στην χρηματοπιστωτική αγορά για την αύξηση του μεριδίου

αγοράς της Τράπεζας στον κλάδο. Επιπρόσθετα, εξακολουθεί να είναι υψηλής

προτεραιότητας ο σχεδιασμός ανάπτυξης της Τράπεζας εκτός συνόρων. Ο στόχος

αυτός συνδυάζεται και με τη διεθνοποίηση του Ομίλου μας, από πλευράς

αναγνώρισής του στο εξωτερικό».

Η Πειραιώς, όμως, δεν θα σταματήσει να αναζητεί στρατηγικές και άλλες

συμμαχίες, που θα ενδυναμώσουν ακόμη περισσότερο την παρουσία της. Όπως θέτει

το θέμα ο κ. Μπέης, είναι μάλλον μια λογική εξέλιξη των πραγμάτων, όταν

τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «αναμφισβήτητα ο χρηματοπιστωτικός κλάδος στην

Ελλάδα έχει ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης συγκέντρωσης και ανταγωνιστικότητας.

Συνεπεία τούτου, θα υπάρξει αναμφίβολα δημιουργία συνθηκών για στρατηγικές,

προϊοντικές, αλλά και μετοχικές συμφωνίες και συμμαχίες. Οι συμμαχίες αυτές

αναμένεται να είναι αμφότερης προέλευσης, δηλαδή και από το εσωτερικό, αλλά

και από το εξωτερικό». Η πρόβλεψή του είναι ότι «ένας ελληνικός τραπεζικός

κλάδος, που σε μία τριετία από σήμερα θα περιλαμβάνει δύο ή τρεις μεγάλες

τράπεζες, τρεις ή τέσσερις εξειδικευμένες τράπεζες και τέσσερις με πέντε

retail τράπεζες, δεν αποτελεί απίθανη εξέλιξη». Ποια θα είναι η θέση της

Πειραιώς απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις; «Βεβαίως, ο Όμιλος της Τράπεζας

Πειραιώς δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτήν την εξέλιξη, χωρίς

αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν σχετικές αποφάσεις ή κινήσεις προς την

κατεύθυνση αυτή», απαντά ο κ. Μπέης.

Η σύμπραξη με την ING

Η αλήθεια είναι ότι η Πειραιώς έφθασε πολύ κοντά σε μία σύμπραξη με την

ολλανδική ING, αλλά τελικώς η προοπτική «ναυάγησε». Γιατί; Σύμφωνα με τον

γενικό διευθυντή της Πειραιώς «η ING, ως ένας από τους μεγαλύτερους

τραπεζοασφαλιστικούς οίκους στον κόσμο, δελεάστηκε από την ανάπτυξη και

παρουσία του Ομίλου μας στην ελληνική αγορά και στα μέσα του 2000 έκανε

επίσημη πρόταση, καταρχάς επιχειρηματικής συνεργασίας και κατόπιν επροτάθη το

ενδεχόμενο και μετοχικής συμμετοχής. Ο Όμιλος της Τράπεζας Πειραιώς θεώρησε

υποχρέωσή του να εξετάσει με σοβαρότητα τις προτάσεις, προκειμένου να δώσει

εξέλιξη στο ενδεχόμενο συνεργασίας. Οι απόψεις, όμως, που είχε η ING για τη

συνεργασία, δεν κρίθηκαν κατάλληλες του υφιστάμενου στρατηγικού σχεδιασμού της

Τράπεζας και έτσι, παρά τις άριστες σχέσεις που αναπτύχθηκαν, αποφασίστηκε η

συνέχιση της αυτόνομης ανάπτυξης της Τράπεζας».

Έλληνες ή ξένοι εταίροι;

Τον τελευταίο καιρό έχει αναπτυχθεί μία έντονη συζήτηση στους κόλπους της

ελληνικής τραπεζικής κοινότητας, σχετικά με το αν θα πρέπει οι στρατηγικοί

εταίροι των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων να είναι ξένοι ή Έλληνες. «Η

επιλογή ενός εταίρου ανέκαθεν αποτελούσε μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, πόσο

μάλλον για μία πολυμετοχική και ραγδαία αναπτυσσόμενη Τράπεζα, όπως η Τράπεζα

Πειραιώς, σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως το σημερινό», λέει ο κ.

Μπέης και προσθέτει: «Κάθε επιλογή Έλληνα ή ξένου εταίρου έχει τα

πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.

Εντέλει, σε περίπτωση επιλογής Έλληνα εταίρου, τα βασικά μειονεκτήματα

εκτιμάται ότι θα είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, τεχνολογίας και

προϊοντικής φιλοσοφίας, ενώ βασικά μειονεκτήματα ενός ξένου εταίρου θα είναι ο

τρόπος άσκησης διοίκησης, η διαφορετική φιλοσοφία ανάπτυξης και η όχι καλή

γνώση της ελληνικής αγοράς».

Στο μεταξύ, όμως, το αυτόνομο άνοιγμα των ελληνικών τραπεζών εκτός ελληνικών

ορίων θα συνεχιστεί. Προνομιακός χώρος, τα Βαλκάνια. «To βαλκανικό άνοιγμα των

ελληνικών τραπεζών όχι μόνο θα συνεχιστεί αλλά και θα ενταθεί τα αμέσως

επόμενα χρόνια, λόγω του ότι όλοι γνωρίζουμε ότι τα Βαλκάνια για τις τράπεζες

αλλά και για την οικονομία μας αποτελούν βασικό ζωτικό χώρο ανάπτυξης»,

επισημαίνει ο κ. Μπέης.

Οι κερδοφορίες των τραπεζών

Όλα τα παραπάνω, όμως, τελούν υπό μία βασική αίρεση: Ότι οι κερδοφορίες των

ελληνικών εμπορικών τραπεζών θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ικανοποιητικούς

ρυθμούς και ότι μετά το διάλειμμα της «στασιμότητας», που παρατηρήθηκε το

1999, θα επανέλθουν στους παλιούς ρυθμούς αύξησης.

Άλλωστε, όλα τα φιλόδοξα σχέδια απαιτούν το απαραίτητο οικονομικό υπόβαθρο για

να υλοποιηθούν. «Η κερδοφορία των τραπεζών φέτος δεν έχει ακόμα πιστοποιηθεί.

Οι πρώτες εκτιμήσεις και πληροφορίες δείχνουν μία στασιμότητα αποτελεσμάτων σε

σχέση με το 1999, με κάποιες θετικές ή αρνητικές αποκλίσεις, μικρής όμως

κλίμακας», τονίζει ο κ. Μπέης. Δεν είναι όμως λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν

ότι οι εποχές των «παχέων αγελάδων» για τις τραπεζικές κερδοφορίες έχουν

περάσει ανεπιστρεπτί. «Η παραπάνω εξέλιξη, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να

εκληφθεί ως ‘τέλος εποχής’ κερδών για τις τράπεζες», επισημαίνει ο γενικός

διευθυντής της Πειραιώς και παρατηρεί:

«Αντίθετα, η πορεία των αποτελεσμάτων κατά το 2000, σε μία τόσο βεβαρημένη

αγορά (από πλευράς Χρηματιστηρίου, ανταγωνισμού και επιτοκίων), πρέπει να

ερμηνευθεί ως εξαιρετικής σημασίας επίτευγμα και ως αποτέλεσμα μιας σοβαρής

προσπάθειας όλων των τραπεζών να υιοθετήσουν τεχνολογίες και προσαρμοστικότητα

που επιβάλλει το πνεύμα και το κλίμα της εποχής.

Η προσαρμογή αυτή, στο περιβάλλον που επονομάζεται «νέα οικονομία», έχει γίνει

με ταχείς ρυθμούς και εκτιμάται ότι τα αποτελέσματα του 2001 θα είναι

θετικότερα αυτών του 2000.

Οι μακροχρόνιες προοπτικές για κερδοφορία στις τράπεζες είναι σήμερα μάλλον

απροσδιόριστες λόγω των επικείμενων νέων συμμαχιών και συγχωνεύσεων στις

οποίες οδηγείται ο κλάδος. Συνέπεια τούτων, βεβαίως, θα είναι η βελτίωση των

αποτελεσμάτων, εφόσον η προσαρμογή στις νέες συνθήκες θα είναι ταχεία, τα

μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας (πληθωρισμός, ρυθμός ανάπτυξης κ.λπ.) ευνοϊκά

και η διεθνής παρουσία των ελληνικών τραπεζών συνεχιστεί εντατικά».

Ποιος είναι ο Νίκος Μπέης

Ο γενικός διευθυντής Επενδύσεων και Συμμετοχών του Ομίλου της Τράπεζας

Πειραιώς γεννήθηκε το 1952. Είναι κάτοχος Β.Α. (Οικονομικά) από το

Πανεπιστήμιο Αθηνών, BSc (Μαθημ. Οικον.) ΝΥΙΤ (ΗΠΑ), Μ.Α. (Οικονομική

Ανάπτυξη) NYU (ΗΠΑ), με 20 χρόνια τραπεζικής εμπειρίας, από τα οποία πέντε

στον Όμιλο της Εμπορικής Τράπεζας, πέντε στην Barclays PLC (από τα οποία

τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα και έναν χρόνο στις κεντρικές υπηρεσίες του

Λονδίνου), τρία στην ΑΒΝ AMRO (6 μήνες στις κεντρικές υπηρεσίες στο Amsterdam)

ενώ τα τελευταία επτά χρόνια βρίσκεται στον Όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε.

(έναν χρόνο στην Πειραιώς Prime Bank Α.Ε. ως γενικός διευθυντής). Σήμερα,

εκτός από τη θέση του στην Τράπεζα ως γενικού διευθυντή, είναι πρόεδρος του

Δ.Σ. της Πειραιώς Finance Α.Ε., πρόεδρος του Δ.Σ. της Πειραιώς Venture Capital

Α.Ε., πρόεδρος του Δ.Σ. της Πειραιώς CTS Α.Ε., αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της

Πειραιώς Prodefin Ηοlding Α.Ε., αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Πειραιώς Redfin

Α.Ε., αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Πειραιώς Botifin Α.Ε., αντιπρόεδρος και

διευθύνων σύμβουλος της Pical ΑΕΕ, μέλος των Δ.Σ. των Σίγμα Χρηματιστηριακής

Α.Ε., Πειραιώς Συμβουλευτικής Α.Ε., Datamedia Α.Ε., Πλειάδος Α.Ε., και μέλος

σε μια σειρά άλλων πλην του Ομίλου εταιρειών, καθώς και μέλος της Επιτροπής

Επιχειρηματικής Ανάπτυξης του Ομίλου και της Ανώτατης Επιτροπής Εγκρίσεων

Πιστοδοτήσεων και Επενδύσεων του Ομίλου.