Οπαδοί της ΑΕΚ εισβάλλουν στο γήπεδο, στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Στην κάτω

φωτογραφία η προσαγωγή των ταραξιών στη Δικαιοσύνη

Η αθλητική δικαιοσύνη πόσο δικαιοσύνη είναι; Το ερώτημα αυτό πλανάται και πάλι

έντονα, αφού η αθλητική δικαιοσύνη δείχνει βαριά άρρωστη και σε αυτήν τη

διάγνωση συμφωνούσαν οι ειδικοί ακόμη και πριν από την καθιέρωση του

επαγγελματικού πρωταθλήματος. Εκεί που όλοι διαφωνούν είναι το φάρμακο που θα

μπορούσε να της δώσει υγεία, αλλά η ιστορία δείχνει ότι κατά βάθος αυτήν την

εξυγίανση ελάχιστοι τη θέλουν, γιατί απλούστατα πολλούς βολεύει η απονομή της

δικαιοσύνης στα γήπεδα με δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Αφορμή για να θυμηθούμε τα έργα και τις ημέρες των διαφορετικών κατά καιρούς

αθλητικών δικαστηρίων είναι η πρόσφατη απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής της

ΕΠΟ για τα γεγονότα στο ντέρμπι του Κυπέλλου μεταξύ της ΑΕΚ και του

Ολυμπιακού. Η ΑΕΚ τιμωρήθηκε κατά το ήμισυ, όπως προβλέπει ο νόμος, δηλαδή με

αποκλεισμό του γηπέδου της και πρόστιμο, αλλά όχι με αφαίρεση βαθμών ή

αποπομπή από τη διοργάνωση. Ήταν μία απόφαση με τα γνωστά χαρακτηριστικά όλων

των προηγούμενων που επίσης αφορούσαν μεγάλες ΠΑΕ με ευρεία λαϊκή βάση. Από

την μία φαίνεται ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη και ότι το σύστημα λειτούργησε, αλλά

από την άλλη οι «δικαστές» φρόντιζαν να μην εξοντώσουν μία εμπορική ομάδα με

πολλούς και φανατικούς οπαδούς.

Η στρέβλωση της απονομής δικαιοσύνης στα ελληνικά γήπεδα είναι ένα φαινόμενο

με βαθιές ρίζες και το πρώτο σοβαρό περιστατικό ίσως είναι και το πιο

χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που επικρατεί και δεν έχει αλλάξει εδώ και

δεκαετίες. Αναφερόμαστε στα γεγονότα του 1975, όταν στην περίφημη υπόθεση των

«λουλουδιών» ο Παναθηναϊκός βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο ένοχος δωροδοκίας

εις βάρος παικτών του Ηρακλή. Η ιστορική ομάδα της Αθήνας γλύτωσε τον

υποβιβασμό από μία ψήφο, όχι κάποιου υποστηρικτή της, αλλά του αιωνίου

αντιπάλου της, του Ολυμπιακού. Με την ψήφο αυτή ο κ. Ανδριανόπουλος δεν έσωσε

μόνο τον Παναθηναϊκό, αλλά και τον Ολυμπιακό, εξηγώντας πολλά χρόνια αργότερα

ότι ο Ολυμπιακός δεν θα ήταν ποτέ μεγάλη ομάδα αν δεν υπήρχε και το αντίπαλο

δέος, ο Παναθηναϊκός.

Αυτή η λογική αν και ποτέ στο μέλλον δεν εμφανίσθηκε με αυτήν την ακραία μορφή

της, συνόδευε πάντα τις αποφάσεις που αφορούσαν μεγάλες ΠΑΕ, αποφάσεις που

θυμίζουν περισσότερο την πολιτική και λιγότερο τη δικαιοσύνη.

Ο Λεωνίδας Βόκολος τραυματισμένος από αντικείμενο στο ντέρμπι ΠΑΟ – Ολυμπιακού

Από το 1975 μέχρι τις ημέρες μας άλλαξαν δεκάδες φορές τόσο οι νόμοι και οι

ισχύοντες κανονισμοί όσο και τα δικαιοδοτικά όργανα, αλλά οι νομοθέτες

φρόντιζαν πάντα να αφήνουν ορθάνοιχτα τα παράθυρα, ώστε να μπορούν οι

αθλητικοί δικαστές να χαρίζονται στους «μεγάλους» που αποτελούν το αλάτι του

ποδοσφαιρικού μενού.

Στην αποχαιρετιστήρια περίοδο του ερασιτεχνικού πρωταθλήματος, 1978-79, ήταν η

σειρά του Ολυμπιακού να βρεθεί σε δεινή θέση για δωροδοκία εις βάρος παικτών

της Ρόδου, της ομάδας που εξαιτίας αυτών των γεγονότων διαλύθηκε αργότερα.

Όμως, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο αν και ο φάκελος περιείχε ισχυρά στοιχεία για

να καταδικασθεί η κατηγορούμενη ομάδα.

Ο «Μανωλιός άλλαξε» και φόρεσε τα ρούχα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου από το

1979, αλλά η λογική παρέμεινε η ίδια. Ομάδες χωρίς πολλούς υποστηρικτές ή

ισχυρούς φίλους στην κυβέρνηση και την υψηλή κοινωνία ήταν ότι έπρεπε για να

φανεί ότι η δικαιοσύνη εξαντλεί την αυστηρότητά της και εφαρμόζει κατά γράμμα

τους νόμους (πρώτο θύμα ήταν ο Ηρακλής που καταδικάσθηκε με υποβιβασμό), ενώ

ισχυρές ΠΑΕ συνέχισαν τα …όργια τους εις βάρος των ασθενέστερων ή και μεταξύ

τους με την σιγουριά ότι δεν καταδικάζεται αυτός που υπεξαιρεί δισεκατομμύρια,

αλλά εκείνος που κλέβει μια φρατζόλα.

Τα ΜΑΤ σε θέση μάχης

Στη δεκαετία του ’80 είχαμε δύο ακόμη εξέχουσες περιπτώσεις στρέβλωσης της

δικαιοσύνης. Το 1985 παράγοντας της ΑΕΚ συνελήφθη να δωροδοκεί παίκτες του

Πανσερραϊκού, αλλά τη γλύτωσε με αφαίρεση βαθμών από την επόμενη περίοδο (!),

ενώ οι δικαστές εξάντλησαν την αυστηρότητά τους στον παράγοντα της ΠΑΕ, ο

οποίος έκτοτε εξαφανίσθηκε από το ποδοσφαιρικό παρασκήνιο.

Μερικά χρόνια αργότερα η ΠΑΕ Ολυμπιακός κατηγορήθηκε για δωροδοκία εις βάρος

παικτών της ΑΕΚ, αλλά αν και η υπόθεση αποδείχθηκε η πειραϊκή ΠΑΕ δεν υπέστη

καμία συνέπεια. Για μία ακόμη φορά δεν ήταν τυφλή η δικαιοσύνη, αλλά

«αλλήθωροι» οι δικαστές.

Σημαντική περίπτωση κακής εφαρμογής των νόμων ήταν τα γεγονότα στο προ διετίας

ντέρμπι ΠΑΟΚ – Ολυμπιακού στην Τούμπα το οποίο διεκόπη. Όλα έγιναν μπροστά

στον τηλεοπτικό φακό, αλλά το γεγονός ότι τα παρακολούθησαν εκατομμύρια

τηλεθεατές δεν έκανε τους θεματοφύλακες των νόμων να ντραπούν για τις

αποφάσεις τους. Ο ΠΑΟΚ τη γλύτωσε με «χάδι», αλλά το πιο ανησυχητικό στην

υπόθεση αυτή είναι ότι συναίνεσαν σε αυτήν την εξέλιξη τόσο η ΠΑΕ Ολυμπιακός

που ήταν το υποτιθέμενο θύμα όσο και οι παράγοντες του αγώνα (παρατηρητές,

διαιτητές κ.λπ.), καθώς και οι μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον των δικαστών ότι

όταν οι διαιτητές έτρεξαν προς τη φυσούνα για να γλυτώσουν τη ζωή τους και δεν

ξαναβγήκαν δεν διέκοψαν τον αγώνα, αλλά είχαν σημειώσει τη λήξη του

παιχνιδιού! Και οι μάρτυρες δεν ήταν φανατικοί οπαδοί ενός οργανωμένου

συνδέσμου, ούτε τυχαίοι θεατές, αλλά σημαντικοί παράγοντες της ελληνικής

κοινωνίας, διορισμένοι ή εκλεγμένοι σε υψηλόβαθμες δημόσιες θέσεις. Αυτοί,

λοιπόν, έπεισαν τους δικαστές ότι ο αγώνας τελείωσε στο 83′, γιατί έτσι

βολευόντουσαν και γιατί έτσι βόλευε τους πάντες. Τους πάντες εκτός από το

ποδόσφαιρο.

Οι αποφάσεις αυτές δεν εμφανίζονται μόνο σε περιπτώσεις δωροδοκιών ή

επειοσοδίων και δεν αφορούν μόνο τις μεγάλες ΠΑΕ του Κέντρου και της

Θεσσαλονίκης, αλλά κάθε ομάδας που έχει «μπάρμπα στην Κορώνη». Ας θυμηθούμε

την υπόθεση «Τσίγκοφ», τα χάδια των αθλητικών δικαστών σε ΠΑΕ που εδρεύουν σε

μεγάλες πόλεις της περιφέρειας ή των ΠΑΕ που οι υφυπουργοί Αθλητισμού ή άλλοι

υψηλόβαθμοι άρχοντες του ποδοσφαίρου έτυχε να εκλέγονται στην περιφέρειά τους.

Είναι θλιβερό να κάνουμε συγκρίσεις με όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό, όταν

ιστορικές ομάδες και παίκτες ­ λαϊκοί ήρωες ­ έχουν τιμωρηθεί με εξαντλητικές

ποινές για οποιαδήποτε παράβαση της αθλητικής νομοθεσίας. Χαρακτηριστικό

παράδειγμα ο θρύλος του Μπαρμπέ, του Ιταλού αθλητικού δικαστή που δίκαζε χωρίς

να διακρίνει χρώματα στα δικόγραφα και χωρίς οι κυβερνήσεις ή ο αρμόδιος

υπουργός να τον απομακρύνουν από τη θέση του επειδή εφάρμοζε πιστά τον νόμο.

Το χειρότερο για την Ελλάδα είναι ότι οι ίδιοι οι φίλαθλοι έχουν πλέον

πιστέψει πως οι νόμοι στο ποδόσφαιρο είναι δύο ταχυτήτων. Αυστηροί για τους

«μικρούς» και επιεικείς για τους «μεγάλους».