Ο λόγος στους αναγνώστες.

Ο Μιχ. Βασιλείου, Εμ. Μπενάκη 25, Αθήνα, γράφει:

«Ο τέως ισχυρίζεται, λίγο-πολύ, ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις τον αδικούν, κι

ότι του δήμευσαν την περιουσία και τα «σπίτια» του, που, κάθε Ρωμιός, όπως

λέει, δικαιούται, είτε γιατί τ’ αγόρασε ή τα κληρονόμησε. Είναι έτσι, λοιπόν;

Κι έχει δικαιώματα κι ο τέως, όπως ο κάθε Ρωμιός, όπως ισχυρίζεται; Για να

δούμε, λοιπόν, τι ήταν ο τέως. Ήταν ένας άλλος, απλός Ρωμιός, με μια απλή

δουλειά, που δεν αφορούσε κανέναν άλλο εκτός απ’ αυτόν, τον εργοδότη του και

το πολύ-πολύ τους φίλους του και την οικογένειά του; Είναι, λοιπόν, τα

πράγματα έτσι, τόσο απλά όπως τα παρουσιάζει, με μελοδραματικό ύφος, και

απαιτεί αποζημιώσεις και επανορθώσεις δισεκατομμυρίων;

Δηλαδή, τι νομίζει ο τέως, ότι έκανε σωστά τη δουλειά του, σαν βασιλιάς, έστω

και κληρονομικώ δικαιώματι και τώρα απαιτεί αποζημίωση από τον εργοδότη του,

τον ελληνικό λαό, που τον έδιωξε; Τουλάχιστον στα παλιά τα χρόνια οι

βασιλιάδες, που »ζούσαν σαν βασιλιάδες», όπως έλεγε κι ο λαός, ήξεραν να

πεθαίνουν και σαν βασιλιάδες, όταν έπρεπε. Το έκανε αυτό, ο τέως, όταν έπρεπε

να το κάνει; Αν το είχε, τότε θα είχε κάθε δικαίωμα να απαιτεί περιουσίες και

παλάτια αλλά και τη ρωμιοσύνη, που τόσο πολύ επικαλείται γιατί η ρωμιοσύνη

απαιτεί και λεβεντιά. Τι έκανε όμως, αυτός, σε μία κρίσιμη περίοδο της

ιστορίας μας, που δεν αφορούσε μόνον αυτόν και τον θρόνο του αλλά και τις

τύχες του Ελληνισμού και της Ελλάδας; Έκανε ό,τι δεν θα ‘κανε κι ο τελευταίος

μικρομπακάλης της επαρχίας, με τους γάτους του και τα τεφτέρια του. Αντί, σαν

λεβέντης, νέος βασιλιάς που ήταν, να δώσει μια κλωτσιά στους τυχάρπαστους

καραγκιόζηδες που ήρθαν νύχτα στα ανάκτορά του για να τους υπογράψει να γίνουν

κυβέρνηση, αυτός προτίμησε το παζάρι, αφού άκουσε πρώτα τη συμβουλή της

«πολυπράγμονος» μαμάς. Κι έτσι δεν έχασε μόνο τον θρόνο του αλλά έφερε και

πολλά δεινά στον Ελληνισμό αλλά και τους Τούρκους στην Κύπρο».