Το Απαγορευμένο…

… όταν όλες οι «πόρτες» της σαρκικής επαφής ανοίγουν διάπλατα ­ όλες εκτός

από μερικές ­ και αρχίζει πια εκείνο το αιώνιο παιχνίδι της πονηριάς και της

«διπλωματίας» και των «διαπραγματεύσεων», μπορεί να δώσει πολύ περισσότερη

ευχαρίστηση από ό,τι αν όλες μαζί οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες. Ο περιορισμός

κεντρίζει τη φαντασία και η φαντασία γεννάει την «τέχνη». Μυριάδες είναι οι

τρόποι που μπορεί κανείς να ξαναδώσει ζωή σε κάτι που μοιάζει με χιλιοφορεμένο

«καπέλο». Ακόμη και ο νεόφυτος που κάνει τα πρώτα διστακτικά βήματα στους

αγρούς της ερωτικής σχέσης δεν πρέπει να αποθαρρύνεται από τις απαγορεύσεις,

αλλά να χαίρεται από τις απεριόριστες δυνατότητες που αυτές γεννούν.

Η παγίδα…

… του Απαγορευμένου που μέσα της βρίσκονται πιασμένοι οι άνδρες έχει την

ευχάριστη πλευρά της, αφού τους δίνει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν στο

έπακρον ένα πανάρχαιο θηλυκό όπλο: τον ερεθισμό. Η ερωτοτροπία, η χρονοτριβή,

η παράταση, η εντρύφηση γίνονται τα εργαλεία του «καλλιτέχνη», που εκχωρεί στη

γυναίκα τον επιθετικό ρόλο. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο ερωτικό από το να

ξελογιάζεις κάποιον να σπάσει τις δικές του απαγορεύσεις, να τον κοιτάζεις να

μένει πιστός στην «πολιτική» τού Απαγορευμένου και ύστερα να τον παρασέρνεις

να προδίδει τις αρχές της ­ παρανάλωμα στην πυρά του πόθου. Για το

Απαγορευμένο και τις παρενέργειές του, ο συγγραφέας Τζακ Μάρνιγκαν θυμάται ένα

σχετικό αρχαιοελληνικό απόσπασμα.

Αρισταινέτου…

… Ερωτική Επιστολή ΚΒ’: «Ανελέητη σύντροφος». Ο θεός με του έρωτα το

ορμητικό δοξάρι, που χαίρεται την όρεξη του άνδρα να αφανίζει, ξέρει να κάνει

πιο πικρή τη συμφορά μας, και με χαρές απατηλές να ξεγελάει. Καιρό την

Τηλεσίππη την ωραία, ο Αρχιτέλης έψαχνε να την κερδίσει. Εκείνη άψυχα τον πόθο

του αρνιόταν, κι ας ένιωθε λιγάκι απ’ την οδύνη. Ώσπου επιτέλους έστερξε να

ακούσει, μόνο και μόνο για να τον πλανέψει, ψυχρούς κι απόνετους βάζοντας

όρους, και αχλύ σαν τ’ όμορφο χαμόγελό της. «Ελεύθερα, του λέει, το στήθος μου

να αγγίξεις, και να φιλήσεις, και το φιλί έχει τη δική του χάρη, και (δίχως

ωστόσο να γδυθώ) στην αγκαλιά σου να με σφίξεις. Κοντολογίς, όποια χάρη σ’

αρέσει, παρ’ εκτός απ’ την τελευταία. Αλλιώς από οργή θα μετανιώσω, και θα σε

ξαποστείλω μια για πάντα».

Ας είναι…

…φωνάζει περιχαρής ο νέος, «καλή μου, η ευχαρίστησή σου και δικιά μου, χάρη

βασιλική είναι να σε βλέπω, χάρη θεού είναι να σ’ αγγίζω. Μα τάχα γιατί μόνο

τούτη η χάρη, κι όλες οι άλλες μένουνε απέξω;». «Γιατί οι άνδρες μόνο

λογαριάζουν, την ευλογία που τους έχουνε στερήσει. Την ψάχνουνε με μόχθο και

με πόνο, μα σαν την βρουν γοργά την παρατάνε. Γιατί άστατη και κούφια είναι η

νιότη, κι ό,τι ζητάει δεν κρατάει ούτε μια μέρα». Έτσι λειώνει το δύστυχο το

θύμα, ανήμπορο με ένα φιλί να ξεδιψάσει. Μοίρα χειρότερη κι από ευνούχο, που

εκείνος τέτοιο βάσανο δεν νιώθει.