Έως 5.235,96% έφτασαν οι αποδόσεις 149 νεοεισηγμένων μετοχών από το 1996 έως

το 1999. Σήμερα, η μεγαλύτερη απόδοση (1.956,45%) παρουσιάζεται στη μετοχή της

Folli-Follie, η οποία εισήχθη στο Χρηματιστήριο στις 29 Οκτωβρίου 1997. Από

την άλλη, οι απώλειες των νεοεισηγμένων της τελευταίας τετραετίας φτάνουν

μέχρι το 44,09%, από τις μετοχές της εταιρείας Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες,

που εισήχθη φέτος στις 18 Αυγούστου.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τις αποδόσεις των νεοεισηγμένων μετοχών από

την ημέρα εισαγωγής τους έως στις 31 Αυγούστου 2000. Σε αυτή την τετραετία

υπήρξαν διαφορές τόσο στην πορεία των νεοεισηγμένων κατά το πρώτο τριήμερο όσο

και στα όρια διακύμανσης. Συγκεκριμένα, μετά την πτώση των τιμών που ξεκίνησε

από τον Σεπτέμβριο του 1999, παρατηρείται μείωση των αποδόσεων στις

νεοεισηγμένες ή ακόμη και απώλειες. Επίσης, από την 1η Δεκεμβρίου 1999 το όριο

διακύμανσης για τις νεοεισηγμένες μετοχές απελευθερώθηκε, ενώ πριν ήταν

+/-100%. Ακόμη πιο πριν υπήρχε όριο +/-8%.

Αξίζει να διευκρινιστεί ότι οι αποδόσεις αυτές έχουν υπολογιστεί με βάση τις

προσαρμοσμένες τιμές από τις 4 Ιανουαρίου 1997 έως τις 31 Αυγούστου 2000.

Επιπλέον, σημειώνεται ότι στη διαμόρφωση των αποδόσεων στις μετοχές των

νεοεισηγμένων εταιρειών παίζουν ρόλο η χρηματιστηριακή συγκυρία, αλλά και η

ημερομηνία εισαγωγής. Είναι διαφορετικό, δηλαδή, να εισάγεται μία εταιρεία σε

περίοδο μεγάλου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Επίσης, είναι διαφορετικό να

εισάγεται μία εταιρεία το 1997 και μια άλλη το 2000 και να υπολογίζεται η

απόδοση της τετραετίας.

Ωστόσο, η κάμψη στις αποδόσεις κατά μέσο όρο είναι ενδεικτικό της κάμψης των

τιμών και των κερδών που προσέφεραν οι νεοεισηγμένες μετοχές στους επενδυτές.

Έτσι, η μεγαλύτερη απόδοση από το 1997 παρουσιάζεται από τις μετοχές της

Folli-Follie, η οποία ανήλθε σε 1.956,45%. Η μικρότερη απόδοση από το ίδιο

έτος προσφέρθηκε από τη μετοχή της εταιρείας Σφακιανάκης, η οποία υπολογίζεται

σε 36,87%.

Από το 1998, η μεγαλύτερη απόδοση σημειώνεται από την εταιρεία LogicDIS, η

οποία διαμορφώθηκε σε 1.439,01% και η μικρότερη από την Panafon (44,71%). Η

μέση απόδοση κατά το πρώτο τριήμερο εισαγωγής υπολογίζεται σε 61,2%.

Κατά το 1999, η μέση απόδοση των νεοεισηγμένων μετοχών κατά το πρώτο τριήμερο

της διαπραγμάτευσής τους αυξήθηκε κατακόρυφα σε 276,8%. Όμως, από τότε μέχρι

τα τέλη Αυγούστου εμφανίζονται οι πρώτες απώλειες και οι μικρότερες αποδόσεις

της τετραετίας. Ειδικότερα, έξι μετοχές εμφανίζουν απώλειες, ενώ η μεγαλύτερη

απόδοση προήλθε από τη μετοχή της εταιρείας Ντιονίκ (511,11%). Οι μεγαλύτερες

απώλειες σημειώθηκαν από τη μετοχή της Frigoglass (-30%).

Από τις αρχές του έτους, 15 μετοχές νεοεισηγμένων εταιρειών (από τις 41 που

εισήχθησαν) παρουσιάζουν απώλειες, οι οποίες φθάνουν μέχρι το 44,09%

(Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες). Από την άλλη, η μεγαλύτερη απόδοση μέχρι

στιγμής έχει προσφερθεί από τη μετοχή της εταιρείας Κρέτα Φαρμ (179,44%).

Από το 1996 έως το 1999

Οι αποδόσεις των νεοεισηγμένων μετοχών το 1996 προσέφεραν αποδόσεις, οι οποίες

μέχρι τα τέλη του 1999 κυμάνθηκαν μεταξύ 5.235,96% και 109,21%. Τη μεγαλύτερη

απόδοση προσέφερε η μετοχή της εταιρείας Ιατρικό Π. Φαλήρου, η οποία ήταν η

πρώτη με ελεύθερο όριο διακύμανσης στην τιμή (χωρίς +8% ή -8%) κατά το πρώτο

τριήμερο διαπραγμάτευσης. Τη μικρότερη απόδοση προσέφερε η μετοχή του ΟΤΕ.

Από το 1996 μέχρι το 1999 εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο 149 εταιρείες. Οι

αποδόσεις των νεοεισηγμένων εταιρειών από το 1996 μέχρι τα τέλη του 1999

κυμάνθηκαν μεταξύ 5.235,96% (Ιατρικό Π. Φαλήρου) και 11,29% (Π. Κωτσόβολος).

Σημειώνεται ότι η εταιρεία Ιατρικό Π. Φαλήρου εισήχθη στο Χρηματιστήριο το

1996, ενώ η Π. Κωτσόβολος το 1999.

Η μέση απόδοση κατά το πρώτο τριήμερο το 1999 ήταν 276,8%, έναντι 61,2% το

1998. Η μέση απόδοση την 22η ημέρα το 1999 ήταν 270%, ενώ το 1998 ήταν 92%.

Την 125η ημέρα το 1999, η μέση απόδοση ήταν 718,2%, ενώ το 1998 ήταν 176,4%.

Και το 1998 και το 1999, έως και την τρίτη ημέρα διαπραγμάτευσης, τις

υψηλότερες αποδόσεις κατέχουν οι εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης, ενώ την 22η

ημέρα το σκηνικό αλλάζει και το προβάδισμα παίρνουν οι εταιρείες μεγάλης

κεφαλαιοποίησης, και στο τέλος του εξαμήνου του 1998 οι αποδόσεις των μετοχών

των εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης ξεπερνούν αυτές της μικρής· στο

αντίστοιχο διάστημα του 1999 η εικόνα αλλάζει, και οι εταιρείες μικρής

κεφαλαιοποίησης εμφανίζουν πλέον τις υψηλότερες αποδόσεις.

Αναλυτικότερα, όλες οι εταιρείες που εισήχθηκαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών

το 1999 παρουσίασαν αύξηση στις αποδόσεις τους το πρώτο τριήμερο της

διαπραγμάτευσής τους. Η μέση απόδοση διαμορφώθηκε στο 276,8%. Το 1/3 των

μετοχών των εταιρειών παρουσίασε αύξηση στις αποδόσεις τους σε ποσοστό πάνω

από τη μέση απόδοση. Από αυτές μόνο μία, η Hyatt Regency Ξεν. Α.Ε. με απόδοση

280%, ανήκει στην Κύρια Αγορά.

Άντληση κεφαλαίων

Συνολικά το 1999 αντλήθηκαν από το Χρηματιστήριο 4,4 τρισ. δραχμές μέσω 46

δημόσιων εγγραφών και μέσω 119 αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Σημειώνεται ότι

από τις 46 εταιρείες που πραγματοποίησαν δημόσιες εγγραφές, οι πέντε

ολοκλήρωσαν τις διαδικασίες εγγραφής εντός του 1999, αλλά η διαπραγμάτευσή

τους έγινε στις αρχές του 2000, ενώ τέσσερις ήταν ήδη εισηγμένες στο

Χρηματιστήριο. Εάν λοιπόν εξαιρεθούν οι τελευταίες, το ύψος των συνολικών

κεφαλαίων που αντλήθηκαν μέσω της κεφαλαιαγοράς από 42 νέες εισαγωγές

ανέρχεται σε 627,8 δισ. δραχμές, αντιπροσωπεύοντας το 38,6% των συνολικών

αντληθέντων κεφαλαίων.

Από τα 1,6 τρισ. δραχμές που συγκεντρώθηκαν συνολικά μέσω δημόσιων εγγραφών,

το 1,5 τρισ. αντλήθηκε από την Κύρια Αγορά και τα 108,5 δισ. δραχμές από την

Παράλληλα Αγορά. Επίσης, 1,5 δισ. δραχμές αντλήθηκε ως αποτέλεσμα δημόσιας

εγγραφής χωρίς εισαγωγή στο ΧΑΑ.

Όσον αφορά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, τα συνολικά κεφάλαια που

αντλήθηκαν ανήλθαν σε 2,75 τρισ. δραχμές, σημειώνοντας άνοδο κατά 472% έναντι

του 1998. Από το σύνολο των αντληθέντων κεφαλαίων, τα 2,64 τρισ. δραχμές

απορροφήθηκαν από την Κύρια Αγορά και τα υπόλοιπα από την Παράλληλη Αγορά.

Σύμφωνα με στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, από την αρχή του έτους

έχουν αντληθεί από τη Σοφοκλέους περισσότερα από 2 τρισ. δραχμές.

Υπενθυμίζεται ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους αντλήθηκαν περίπου 1,8 τρισ.

δραχμές. Από το ποσό αυτό, τα 260,9 δισ. δραχμές αφορούν σε δημόσιες εγγραφές.

Το ποσό αυτό είναι σχεδόν το μισό από το αντίστοιχο του 1999, όταν είχαν

αντληθεί μέσω δημοσίων εγγραφών 446,9 δισ. δραχμές. Το πρώτο εξάμηνο του 1999

είχαν αντληθεί μέσω δημοσίων εγγραφών 79,6 δισ. δραχμές.

Χρήση κεφαλαίων

Από την ανάλυση των στοιχείων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προκύπτει ότι εκ των

5,25 τρισ. δρχ, που αντλήθηκαν από την πρωτογενή αγορά του ΧΑΑ, έως τις

30/6/2000 είχε διατεθεί το 73,5% ή 3,86 δισ. δρχ. Ειδικότερα, περίπου 2 τρισ.

δρχ διοχετεύθηκαν στην εξάπλωση των δραστηριοτήτων των εταιρειών μέσω της

συμμετοχής τους σε άλλες εταιρείες (συμμετοχές – εξαγορές – ίδρυση νέων

εταιρειών). Επιπλέον 1,1 τρισ. δρχ διατέθηκε για την ενεργοποίηση, συνέχιση ή

ολοκλήρωση των επενδυτικών προγραμμάτων. Αθροιστικά, οι δύο παραπάνω

κατηγορίες απορρόφησαν 3,08 τρισ. δρχ (80% του συνόλου των διατεθέντων

κεφαλαίων), ποσό που αντιστοιχεί στο 7,5% του εκτιμώμενου για το 2000 ΑΕΠ της χώρας.

Αντλήθηκαν 747 δισ. από δημόσιες εγγραφές για νέες εισαγωγές έως τα τέλη Αυγούστου

Σε 746,8 δισ. δραχμές ανέρχονται συνολικά τα κεφάλαια που έχουν αντληθεί από

το Χρηματιστήριο μέσω δημόσιων εγγραφών για την εισαγωγή νέων εταιρειών. Το

ποσό αυτό αφορά το χρονικό διάστημα από τις 4 Ιανουαρίου 2000 έως τα τέλη

Αυγούστου.

Στην περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκαν 45 δημόσιες εγγραφές για την εισαγωγή

εταιρειών στην Κύρια και στην Παράλληλη Αγορά. Συγκεκριμένα, από τις 45

δημόσιες εγγραφές, οι 14 αφορούσαν στην Κύρια Αγορά και οι υπόλοιπες στην

Παράλληλη.

Ο βαθμός υπερκάλυψης κυμαίνεται μεταξύ 753,5 φορών (Τεχνικές Εκδόσεις) και 8

φορών (Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. και ΕΥΔΑΠ). Από τις μεγαλύτερες εκδόσεις

ήταν εκείνες της ΕΤΒΑ (90,2 δισ. δραχμές) και των Ελληνικών Πετρελαίων (121,5

δισ. δραχμές).

Στο ίδιο διάστημα πραγματοποιήθηκαν και 70 αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ήδη,

εισηγμένων εταιρειών. Από τις αυξήσεις αυτές αντλήθηκαν συνολικά 1,6 τρισ.

δραχμές. Το ποσό αυτό μαζί με εκείνο των δημοσίων εγγραφών ανέρχεται σε 2,3

δισ. δραχμές. Δηλαδή, ανέρχεται στο 52,27% του συνολικού ποσού που είχε

αντληθεί σε ολόκληρο το 1999. Τότε είχαν αντληθεί συνολικά 4,4 τρισ. δραχμές.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι υπήρξε μείωση των ποσών των οποίων

αντλήθηκαν από την κεφαλαιαγορά, αφού φέτος τα κεφάλαια των 2,3 τρισ. δραχμών

αντλήθηκαν κατά το πρώτο οκτάμηνο του έτους. Από την άλλη, όμως, δεν προκύπτει

ότι υπήρξε μείωση του ενδιαφέροντος. Αυτό ισχυρίζονται στελέχη της

κεφαλαιαγοράς λέγοντας ότι φέτος υπήρξε μικρή μείωση στο μέσο όρο των φορών

υπερκάλυψης ­ ακόμη και στις μεγάλες εκδόσεις.

Πράγματι, ο τζίρος το τελευταίο διάστημα έδειχνε ότι η Σοφοκλέους έχει μείνει

από ρευστό. Τα στοιχεία, όμως, των αναδόχων για τη συγκέντρωση κεφαλαίων και

την υπερκαλύψη στις δημόσιες εγγραφές δείχνουν το αντίθετο.

Πέρυσι, ο μέσος όρος της υπερκάλυψης σε 41 δημόσιες εγγραφές ήταν 244 φορές.

Φέτος, μέχρι στιγμής, ο μέσος όρος υπερκάλυψης σε 26 δημόσιες εγγραφές είναι

204 φορές. Παρατηρείται μείωση κατά 16%. Μέχρι τον Ιούλιο αντλήθηκαν περίπου

240 δισ. δραχμές, από 26 δημόσιες εγγραφές και ο μέσος όρος υπερκάλυψης είναι

204 φορές. Δηλαδή σημείωσε μείωση κατά 16%, σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό

διάστημα. Η μείωση αυτή είναι μικρή, εάν ληφθεί υπόψη η αρνητική συγκυρία και

η κακή ψυχολογία κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000 αλλά και οι περισσότερες

δημόσιες εγγραφές που πραγματοποιήθηκαν σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο

του 1999.