Αυτό που δένει σήμερα τον 17χρονο Παύλο με τη χαμένη του παιδικότητα, είναι

μία από τις σκληρότερες οικογενειακές ιστορίες που έχουν καταγραφεί στα

δικαστικά χρονικά.

Το παιδί μπορεί πια να συναινέσει για την υιοθεσία του, αλλά αυτό γίνεται σε

ανοικτή ακρόαση ενώπιον των πάντων και κυρίως ενώπιον των βιολογικών γονιών του…

Ήταν μόλις τριών χρόνων ο Παύλος όταν με παρουσία εισαγγελέα και κοινωνικών

λειτουργών αστυνομικοί εισέβαλαν στο πατρικό του σπίτι για να πάρουν μακριά

εκείνον και τα αδέλφια του. Οι γονείς του που είχαν συνολικά δέκα παιδιά ­ τα

τρία τα είχαν δώσει ήδη για υιοθεσία ­ απλώς γεννοβολούσαν και εγκατέλειπαν τα

παιδιά στην τύχη τους. Εκείνα, παραδόξως, επιζούσαν κάτω από πρωτόγονες

συνθήκες και τρέφονταν από τα σκουπίδια της γειτονιάς…

Ο Παύλος ήταν ο έκτος κατά σειρά γέννησης ανάμεσα στα αδέλφια του. Με απόφαση

του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (2116/87) αφαιρέθηκε η επιμέλεια των πέντε

μικρότερων παιδιών από τους γονείς τους και ανατέθηκε στο ΠΙΚΠΑ που τα

φιλοξενούσε ήδη στις εγκαταστάσεις του στην Πεντέλη. Όλα τα παιδιά εμφάνισαν

πολλά και μεγάλα προβλήματα προσαρμογής και ειδικά ο Παύλος αντιδρούσε στον

οργανωμένο τρόπο ζωής με γρυλλισμούς, ζημιές και κλάματα. Είχε μια τρομακτική

ανασφάλεια, φοβίες και επιθετικότητα και έδινε την εντύπωση νοητικά

καθυστερημένου παιδιού.

Μετά την απομάκρυνσή του από το πατρικό σπίτι, ο Παύλος πέρασε τα πρώτα δύο

χρόνια στο ίδρυμα. Μέχρι που τα Χριστούγεννα του 1988, ένα τρυφερό ζευγάρι που

δεν είχε δικά του παιδιά «τόλμησε» να αγγίξει τις αθεράπευτες έως τότε πληγές

του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον πήρε κοντά του με τον θεσμό της αναδοχής…

Η αγάπη, τελικά, όλα τα γιατρεύει. Ο μικρός άρχισε σιγά-σιγά να αποκαλύπτεται.

Η νυχτερινή ενούρηση σταμάτησε. Η άρθρωση βελτιώθηκε. Το παιδί δεν γρύλιζε

πια, αλλά στο σχολείο είχε προβλήματα κι όταν διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε

δυσλεξία εντάχθηκε σε ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης ­ όπου εντάχθηκε αργότερα

και ο μικρότερός του αδελφός, ο Μιχάλης. Ο Παύλος κατάφερε να ξεπεράσει τα

προβλήματά του και να παρακολουθήσει κανονικά το Γυμνάσιο, όπου τότε δίδασκε

και ο θετός του πατέρας. Το πρωτόγονο αγοράκι, που έτρωγε από τους κάδους των

σκουπιδιών, μεταμορφώθηκε σ’ έναν μικρό πρίγκιπα ­ όμορφο, έξυπνο, πρόσχαρο,

κοινωνικό. Έναν πρίγκιπα που γνώριζε το ιστορικό του και είχε πάντα

επικοινωνία με τα άλλα αδέλφια του που προστάτευε το ΠΙΚΠΑ με τον θεσμό πάλι

της αναδοχής ­ τη Μαρία, δύο χρόνια μεγαλύτερή του, και τον Μιχάλη, δύο χρόνια

μικρότερό του.

Ο Παύλος, η Μαρία και ο Μιχάλης υιοθετήθηκαν τελικά από τους (καταπληκτικούς)

ανάδοχους γονείς με τους οποίους ζούσαν από χρόνια. Οι φυσικοί τους γονείς δεν

ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την τύχη τους ­ είχαν χωρίσει και είχαν ήδη

δημιουργήσει άλλες οικογένειες. Ο πατέρας τους εμφανίσθηκε στο δικαστήριο όπου

εκδικαζόταν αίτηση του ΠΙΚΠΑ (τον Δεκέμβριο του ’95) για αποκατάσταση με τον

θεσμό της υιοθεσίας των τριών αδελφών από τους ανάδοχους γονείς τους. Έως τότε

αρνιόταν να δώσει τη συναίνεσή του, αλλά την ημέρα της δίκης είπε να

ξεμπερδεύει και συναίνεσε… Σε αντίθεση με τη μητέρα τους που αρνήθηκε και

πάλι και η συναίνεσή της αναπληρώθηκε τελικά, σε άλλη δίκη, με την υπ’ αριθμόν

311/96 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Την περίοδο που συζητήθηκαν στις δικαστικές αίθουσες οι υποθέσεις για την

υιοθεσία του Παύλου, της Μαρίας και του Μιχάλη από τα ζευγάρια που τα

τελευταία επτά χρόνια τούς μεγάλωναν, δεν υπήρχε κάποια θεσμική διάταξη που να

υποχρέωνε τα παιδιά να εμφανισθούν στο δικαστήριο και να εκφέρουν την άποψή

τους ­ αν προτιμούν δηλαδή να υιοθετηθούν από τους ανάδοχους γονείς τους ή να

επιστρέψουν στην κηδεμονία των φυσικών τους γονιών. Ήταν τελικά τυχερά, ως

προς αυτό το σημείο, όχι γιατί η πρόβλεψη που υπάρχει στον νέο νόμο είναι

αρνητική, απεναντίας θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ιδιαίτερα θετική αν

εφαρμοζόταν με ευεργετικό για το κάθε παιδί τρόπο…

Το άρθρο 1555 του νόμου 2447/96 προβλέπει και τη συναίνεση του ανηλίκου,

ενώπιον του δικαστηρίου, για την υιοθεσία του, «εφόσον έχει συμπληρώσει το

δωδέκατο έτος της ηλικίας του, εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ή

διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής

του. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο, ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου,

οφείλει να ακούει και τη δική του γνώμη…». Η εκδίκαση των υιοθεσιών γίνεται

σε ανοικτή ακρόαση, με πρώτο «κρατούμενο» ότι το απόρρητο καταρρίπτεται αφού

την ίδια στιγμή, στην ίδια αίθουσα, οι ενδιαφερόμενοι για τριάντα ή σαράντα

ακόμα υποθέσεις παρακολουθούν τα τεκταινόμενα. Το παιδί που καλείται να

συναινέσει υπέρ ή κατά της υιοθεσίας του, βρίσκεται εκεί, σ’ αυτήν την

αμφιθεατρική αίθουσα, ενώπιον των πάντων και κυρίως ενώπιον των βιολογικών του

γονέων. Τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα όταν οι φυσικοί γονείς δίνουν τη δική

τους συναίνεση για την υιοθεσία του παιδιού που συνήθως εκείνοι έχουν

παραμελήσει, κακοποιήσει, εγκαταλείψει… Όταν όμως δεν το κάνουν, το παιδί

είναι αναγκασμένο να πει στον δικαστή, μπροστά στους φυσικούς του γονείς, ότι

είναι ευτυχισμένο εκεί που βρίσκεται (στην ανάδοχη οικογένεια) και προτιμά

εκεί να παραμείνει…

«Το παιδί που υπόκειται σ’ αυτήν τη δοκιμασία, δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα που

δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει στην υπόλοιπη ζωή του», εξηγεί ο δικηγόρος κ.

Κώστας Μπεσίρης. «Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει σε ειδική συνεδρίαση,

όταν πρόκειται να εξετασθεί η συναίνεση του παιδιού, αλλά κάτι τέτοιο δεν

γίνεται στην πράξη γιατί δεν υπάρχουν διαθέσιμες αίθουσες. Από τη στιγμή

λοιπόν που αδυνατεί να ακροασθεί κατ’ ιδίαν ο δικαστής το παιδί, θα μπορούσε,

σε κάποιες περιπτώσεις παιδιών που η ακαταλληλότητα των φυσικών γονιών είναι

αποδεδειγμένη μέσα από τον χρόνο, τη συμπεριφορά και την αδιαφορία τους, να

προχωρά ο δικαστής με μεγαλύτερη γενναιότητα στην αναπλήρωση της συναίνεσης

των φυσικών γονιών. Και να μη χρησιμοποιεί σε ανοικτές ακροάσεις το παιδί –

μάρτυρα της ίδιας του της κακοποίησης…».

«Μάχες» με τη γραφειοκρατία

Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά των υποψήφιων θετών γονιών είναι τα ίδια για

όλες τις υιοθεσίες ­ κρατικές και ιδιωτικές ­ που δεν ξεπερνούν στο σύνολό

τους τις 525 το χρόνο. Για να συμπληρωθεί ο φάκελος του ζευγαριού και να τεθεί

υπό κρίση η αίτησή τους, πρέπει να συγκεντρώσουν ένα απίστευτο χαρτομάνι ­ μια

διαδικασία πραγματικής αναμέτρησης με τον χρόνο και τη… γραφειοκρατία.

Συγκεκριμένα, απαιτούνται:

* Φωτοαντίγραφα των δύο όψεων της αστυνομικής ταυτότητας του ζευγαριού.

* Αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος της αρμόδιας οικονομικής Εφορίας

επικυρωμένο ή βεβαίωση αρχής, εργοδότου κ.λπ., αναφορικά με την οικονομική

κατάσταση του ζεύγους.

* Πιστοποιητικά της αρμόδιας πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής για την καλή

υγεία και αρτιμέλεια (!) των υποψήφιων θετών γονέων ή πιστοποιητικό υγείας από

Κρατικό Νοσοκομείο.

* Βεβαίωση ειδικού γιατρού για τα αίτια της ατεκνίας του ζευγαριού

* Φωτοτυπικά αντίγραφα τίτλων της ιδιοκτησίας του ζεύγους, κανονικά

επικυρωμένα συμβόλαια και σχετικά πιστοποιητικά υποθηκοφυλακείου!

* Εκτίμηση για την αξία της ακίνητης περιουσίας από μηχανικό (!!)

* Πρόσφατη ληξιαρχική πράξη γάμου.

* Αποσπάσματα Ποινικών Μητρώων ­ και για τους δύο.

Σύμφωνα με τον νόμο, δίχως ιδιοκτησία ­ ακόμα και στην περίπτωση που είναι

κανείς εύπορος ­ δίχως αρίστη υγεία, τεκμηριωμένη ατεκνία και… αρτιμέλεια,

είναι μάλλον αδύνατον να υιοθετήσει ένα υποψήφιο ζευγάρι παιδί. Θα πρέπει να

συντρέχουν πολλοί άλλοι «ιδανικοί» παράγοντες και ιδιάζουσες προϋποθέσεις για

να παρακάμψει ο δικαστής το τυπικό γράμμα του νόμου ­ ως προς κάποια από τις

αναγκαίες προϋποθέσεις!