Ένα ταξίδι αστραπή στη Σμύρνη, για κάποιον που δεν την έχει επισκεφτεί ποτέ,

και είναι εκ περισσού δημότης της Νέας Σμύρνης στην Αθήνα, αποτελεί ένα

σκωτσέζικο ντους, στα ατμόλουτρα της νοσταλγίας όπου ανατράφηκε.

Τέτοια η περίπτωσή μου καθώς βρέθηκα για ένα διήμερο, σε ένα συνέδριο που το

οργάνωσαν παλαίμαχοι Τούρκοι διεθνείς συνοδοιπόροι της Ουνέσκο, με κεντρικό

άξονα το πρόγραμμα «Καλλιέργεια της Ειρήνης».

Ο Δήμαρχος, ο Νομάρχης, οι πρυτάνεις, προσωπικότητες του επιχειρηματικού

κόσμου και των τεχνών, δώσαν το «παρών» τους στην έναρξη, για να εξαφανιστούν,

όπως γίνεται συνήθως, κατόπιν. Η επίσημη αρχή του συνεδρίου έγινε όταν έφυγαν

οι επίσημες αρχές της πόλης.

Μιας πόλης, τριπλάσιας σε πληθυσμό από τη Θεσσαλονίκη, (τρεισήμισι εκατομμύρια

οι εντός, άλλοι τόσοι της ευρύτερης περιοχής). Η Σμύρνη έχει το δικό της

Καραμπουρνού, στη θέση όμως του Λευκού Πύργου είναι το Χίλτον.

Καμιά μνήμη της Ελλάδας πουθενά. Μόνο κάτι σπίτια, που εμείς τα λέμε στον τόπο

μας τούρκικα, κι εκείνοι τα λένε στον δικό τους τόπο ελληνικά. Ούτε μια

εκκλησία αφιερωμένη στην Ορθοδοξία, ενώ υπάρχουν πέντε – έξι καθολικές, μία

αγγλικανική, μια προτεσταντική και δύο συναγωγές.

Ορθοδοξία δεν υπήρξε ποτέ σ’ αυτά τα μέρη. Και η αρχαία Έφεσος ήταν, κατά τον

ξεναγό μου, «αδελφοποιτή» της ρωμαϊκής Πομπηίας, με τα «λουπανάρι» της

(πορνεία), απέναντι ακριβώς από τη βιβλιοθήκη που αναστηλώθηκε, χάρη σε

γενναία διεθνή χορηγία. (Εκεί στέλναν τις γυναίκες τους οι αρσενικοί,

συνεχίζει ο αυθάδης ξεναγός, την ώρα που οι άντρες τους επισκέφτονταν απέναντι

τις ιερόδουλες).

Το αρχαίο θέατρο, κι αυτό ρωμαϊκό, έχει χωρητικότητα 25.000 θεατών. Αν και

είναι το μισό σε μέγεθος της Επιδαύρου, χωράει ωστόσο διπλάσιους θεατές.

Κάποια στιγμή επαναστατώ, γιατί αν δεν μου πέφτει λόγος για την παραχάραξη της

έντυπης ιστορίας, τουλάχιστον στην προφορική μπορώ να παρέμβω. Ο ξεναγός

μουδιάζει, καταλαβαίνει ότι ξέρω κάτι περισσότερο από τον μέσο τουρίστα και το

βουλώνει.

Αγοράζω σύκα σμυρναίικα για την πεθερά μου, που είναι Σμυρνιά, φρέσκα αμύγδαλα

(γάλακτος) και πασούμια με φούντες.

Efes στα τουρκικά η Έφεσος, μας δίνει αντεστραμμένη τον Sefe(ρη), του οποίου

το σπίτι έγινε ομώνυμο ξενοδοχείο στα Βουρλά. Εκείνος που απουσιάζει ευτυχώς

παντελώς από την τουριστική εκμετάλλευση, είναι ο Ωνάσης. Ή τους ξέφυγε ή

κάπου το Ίδρυμα Ωνάση θα πρέπει να έχει παρέμβει για να τον προστατεύσει. Ο

Σεφέρης δεν διέθετε ανάλογο Ίδρυμα. Ούτε κι ο Όμηρος, που γεννήθηκε στη Σμύρνη

και μεταφράστηκε από τη γλώσσα των Χαλδαίων στα αρχαία ελληνικά…

Το πακέτο Σμύρνη προσφέρεται περιτυλιγμένο μέσα σε ένα αντισηπτικό σελοφάν

μήκους πέντε χιλιάδων χρόνων. Όλοι πέρασαν από δω, λέει ο ξεναγός μας. Ακόμα

και οι αρχαίοι Έλληνες που τους διώξαν από τον τόπο τους οι Δωριείς κι ήρθαν

στα δικά μας τα μέρη και γίναν Ίωνες.

Μαζί μου πήρα, εντελώς συμπτωματικά, ένα βιβλίο που βρήκα στο αεροδρόμιο, που

αγνοούσα την ύπαρξή του, του Ρίτσαρντ Ράινχαρντ, (εκδόσεις Λιβάνη), «Οι

στάχτες της Σμύρνης». Διάβαζα από έναν ξένο την ιστορία της Μικρασιατικής

Καταστροφής, που τη γνώριζα κι από το ημερολόγιο του πατέρα μου, καθώς

πολέμησε εκεί ως φανατικός βενιζελικός, κυνηγημένος από τους «βασιλικούς»,

μαζί με τον πατέρα του Λέοντα Καραπαναγιώτη, τέσσερα συναπτά χρόνια.

Ο ξένος συγγραφέας, με αρκετό ταλέντο, δίνει την άποψη και τις κινήσεις και

των δύο πλευρών. Αν εμάς μας έφαγε ο διχασμός (κατά τον Ράινχαρντ πάντα), οι

Τούρκοι, με μικρές εξαιρέσεις, υπηρέτησαν ένα μόνο αφεντικό. Τον Κεμάλ

Αταρτούρκ, που μέχρι σήμερα αποτελεί το μοναδικό ενωτικό σύμβολό τους. Εμείς,

υπηρέτες δύο αφεντάδων, «κάτσαμε», όπως λέει ο λαός, στον κενό χώρο που

σχηματίζουν δύο καρέκλες.

Όλες οι επιχειρήσεις τους, οι τράπεζες, τα διαδίκτυα, τα εργοστάσια, οι

συγκοινωνίες, έχουν ένα και μόνο λογότυπο: Ege που σημαίνει Αιγαίο.

Κι ωστόσο, μέσα στον λαό υπάρχει ένα κλίμα συναινετικό, αντίθετο με την

εθνικιστική ηγεσία του.

Μεγαλωμένος με τα «Ματωμένα Χώματα», με τις αφηγήσεις των προσφύγων, με τα

σμυρναίικα τραγούδια του Ρούκουνα, και με τα πιο πρόσφατα τύπου Κουγιουμτζή,

«Η Σμύρνη μάνα, καίγεται», «Πήρε φωτιά το Κορδελιό», με τις εικόνες της

«Τραγωδίας του Αιγαίου» του Βασίλη Μάρου, και με τόσα παρεμφερή «ατμόλουτρα»,

επέστρεψα ως άλλος Προυστ αποφασισμένος να γράψω, με αφορμή τη μυρωδιά από τα

σμυρναίικα τζουτζουκάκια την «αναζήτηση του χρόνου που έχασα αναζητώντας τις

χαμένες πατρίδες».

Τίποτα δεν έμεινε στη γη αυτή της Ιωνίας που να θυμίζει ότι κάποτε εδώ ανθούσε

ένας ελληνικός πληθυσμός. Όλα ξαναγράφτηκαν με το ανάστροφο μολύβι των

μιναρέδων, όπου προμαγνητοφωνημένοι χοτζάδες εκπέμπουν τις προσευχές τους στον

Αλλάχ.

Σειρά μετά την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο, έχει τώρα το επόμενο θύμα. Ποιο

θα ‘ναι; Ποιο νησί; Και με ποια αφορμή που εμείς πάλι, γκαφατζήδες ολκής, θα

τους δώσουμε;