Στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων, η ρύπανση ή η υποβάθμιση του

περιβάλλοντος, όταν αυτή δεν απειλεί άμεσα τον οικείο ζωτικό τους χώρο,

αποτελεί ένα γενικό φαινόμενο, αρνητικό μεν, θεωρητικό όμως και απόμακρο.

Έτσι, το ενδιαφέρον συνήθως εξαντλείται σε κάποιες συζητήσεις, η δε αντίδραση

είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Όταν, όμως, το κακό χτυπήσει τη δική τους πόρτα,

αισθάνονται απειλούμενοι κι ενστικτωδώς ξυπνάει μέσα τους η «οικολογική»

συνείδηση.

Το πρόσφατο παράδειγμα της ρύπανσης του Ευβοϊκού ξαναβάζει στη ζυγαριά, χωρίς

συναισθηματισμούς, την ευθύνη του κράτους, την ευθύνη των επιχειρήσεων, την

ευθύνη των πολιτών. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κάτοικοι των παρακτίων

περιοχών του Ευβοϊκού δεν απέκτησαν σε μία νύχτα οικολογική συνείδηση. Θέλησαν

και θέλουν α αμυνθούν αποτελεσματικά απέναντι στην προσβολή που δέχθηκαν τα

σπίτια τους, οι ακτές τους, η υγεία τους και η ζωή τους. Μοιραία, τα ερωτήματα

που τους απασχολούν είναι: Ποιους φραγμούς έθεσε το κράτος, ώστε να προληφθεί

η περιβαλλοντική προσβολή; Ποια προστασία τούς παρέχει πλέον ο νόμος; Πότε και

σε ποιο βαθμό θα τους συνδράμει το κράτος;

Είναι γνωστή η επιταγή του άρθρου 24 του Συντ.: «Η προστασία του φυσικού

και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη

διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή

κατασταλτικά μέτρα». Σειρά διατάξεων, κυρίως διοικητικής φύσεως, έχει

θεσπιστεί για την περιβαλλοντική προστασία. Προβλέφθηκε μάλιστα η θεσμοθέτηση

ειδικών οργάνων για τη διενέργεια ελέγχων, ερευνών και αυτοψίας. Παράλληλα

θεσπίστηκαν διοικητικές, όπως και ποινικές κυρώσεις. Όμως, σημείο τομής για τη

διαπίστωση των προθέσεων του κράτους δεν είναι τι προβλέπεται, αλλά τι γίνεται

στην πράξη. Τι έργο προσφέρουν τα θεσμοθετημένα όργανα στο υφιστάμενο

νομοθετικό πλαίσιο. Οι διαπιστώσεις είναι μάλλον αποκαρδιωτικές. Η απόδειξη

τέλεσης μιας περιβαλλοντικής προσβολής, ιδίως η έκτασή της, προϋποθέτει άμεση

και χωρίς προσχήματα, ενεργοποίηση των κρατικών ελεγκτικών οργάνων. Η συνδρομή

τους είναι καταλυτική για την πορεία των νομικών διαδικασιών, που έχει το

δικαίωμα να κινήσει ο πολίτης. Είναι προφανές ότι η αδράνεια, η αμηχανία ή η

καθυστέρηση του κράτους στην ουσία μπορεί ακόμη και να ματαιώσει τις αστικές

αξιώσεις του πολίτη. Το ίδιο ισχύει κι όταν ο πολίτης ακολουθήσει την οδό της

μήνυσης. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Σχετική έρευνα του 1986 έδειξε

ότι επί συνόλου δείγματος 112 περιπτώσεων θαλάσσιας ρύπανσης που εξετάστηκαν,

οι 98 δεν αξιολογήθηκαν από τις αρμόδιες λιμενικές αρχές ως σοβαρές και δεν

παραπέμφθηκαν στα ποινικά δικαστήρια. Από την παρατήρηση αυτή γίνεται φανερό

ότι ο ποινικός νομοθέτης προέκρινε ως αξιόποινη μόνο τη «σοβαρή» θαλάσσια

ρύπανση. Οι λίγες δικαστικές αποφάσεις, που απαντώνται την τελευταία

εικοσαετία, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά οι ποινικές διατάξεις μάλλον

διακοσμητικό χαρακτήρα έχουν. Ας σημειωθεί δε ότι στις μεμονωμένες περιπτώσεις

που αυτές εφαρμόζονται δύσκολα διακρίνει κανείς αναλογία μεταξύ ποινής και

πράξης. Μια δικαστική απόφαση, που θα κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για

βαριά ρύπανση από αμέλεια (αν τελικά δεν αναιρεθεί), θα είναι μια ολιγόμηνη

φυλάκιση με αναστολή ή το πολύ πολύ μετατρέψιμη σε χρήμα.

Τις περισσότερες φορές η ποινή δεν βιώνεται ως κακό, αφού η επιχειρηματική

εκμετάλλευση, λ.χ., του ζημιογόνου πλοίου, όπως και άλλων ρυπογόνων

εγκαταστάσεων, όχι μόνο θα αποσβέσει τη «δαπάνη» της μετατρέψιμης σε χρήμα

ποινής, αλλά θα αποβεί συνολικά πιο κερδοφόρα από τη συμμόρφωση στις σχετικές

νομικές επιταγές. Δικαιολογημένα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς: τελικά τι

απομένει στους πολίτες; Μόνη διέξοδος φαίνεται να είναι η οργανωμένη και

αποφασιστική ενεργοποίησή τους, ελέγχοντας ταυτόχρονα αν το κράτος με τη στάση

του υπηρετεί το κοινό συμφέρον.

Ο Βασίλης Αλεξανδρής είναι δικηγόρος.