Πέρασαν κιόλας, Δάσκαλε, σαράντα ημέρες από τον αδόκητο χαμό σου. Μόνη

παρηγοριά, για όσους σε αγάπησαν, είναι ότι ο θάνατος δεν σε κατέβαλε

σταδιακά. Σε βρήκε όρθιο και ακμαίο μέχρι το τέλος, να σχεδιάζεις, να

προγραμματίζεις και να εργάζεσαι σκληρά, με αστείρευτο κέφι, ζωντάνια και

δημιουργικότητα.

Είναι από τις ελάχιστες φορές, Δάσκαλε, που μια διαπίστωση, η οποία ηχεί

κοινότοπη, απηχεί πλήρως την πραγματικότητα. Το κενό που αφήνεις, δεν είναι

απλώς δυσαναπλήρωτο. Είναι αδύνατον να αναπληρωθεί. Για την Ελλάδα, για τη

Δημοκρατία, για την εν γένει ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα χάθηκε ένα

σύμβολο επιστημονικής προσφοράς, πολιτικού θάρρους, προσωπικού ήθους,

ευπρέπειας, συνέπειας και αγωνιστικότητας. Χάθηκε μια αναντικατάστατη

προσωπικότητα, από αυτές που σφραγίζουν τη μοίρα του κάθε τόπου και του κάθε

χώρου κατά τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Για τα στενά συγγενικά σου

πρόσωπα, και ιδίως για την ακριβή σου σύζυγο Μαίρη, που στάθηκε με

υποδειγματική αγάπη, αφοσίωση και αξιοπρέπεια στο πλευρό σου όλα αυτά τα

χρόνια, χάθηκε ο τρυφερός και ευαίσθητος Άνθρωπος, ο σπάνιος σύντροφος και

συμπαραστάτης. Για τις γενιές των φοιτητών σου χάθηκε η ευγενική μορφή που

θυμούνται με νοσταλγία και συγκίνηση, τόσο για τα μαθήματα, που έχουν αφήσει

εποχή, όσο και για την επιστημονική στάση, που δεν έδωσε σε κανέναν το

δικαίωμα όχι μόνο να πει αλλά ούτε καν να σκεφθεί το «Δάσκαλε που δίδασκες»…

Για μας, τους φίλους και μαθητές σου, χάθηκε το πολύτιμο στήριγμα, η πηγή της

ανιδιοτελούς συμπαράστασης και των σοφών συμβουλών, της ζωντάνιας και της

αισιοδοξίας. Σαν στοργικός πατέρας ή σαν μεγαλύτερος αδελφός, όπως προτιμούσες

να λες, συζητούσες μαζί μας ατέλειωτες ώρες, μοχθούσες διορθώνοντας και

ξαναδιορθώνοντας χειρόγραφα, πρότεινες λύσεις αλλά και επιζητούσες τον

αντίλογο. Και όλα αυτά χωρίς πατερναλισμούς, χωρίς την επίκληση οποιασδήποτε

αυθεντίας, αλλά με ισότιμη αντιμετώπιση και με οικειότητα που ξάφνιαζαν ­ ή

και σόκαραν ­ όσους δεν σε ήξεραν προσωπικά και είχαν την εικόνα ενός αυστηρού

και απρόσιτου καθηγητή…

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, Δάσκαλε, ότι όλοι οι προαναφερθέντες, μέλη της

επιστημονικής κοινότητας, φίλοι σου και μαθητές σου, αλλά και πολλοί

εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου έδωσαν συγκλονιστικό «παρών», μεσούντος του

θέρους, στις «αποχαιρετιστήριες» τελετές τόσο της Αθήνας όσο και της

Θεσσαλονίκης. Υπήρξαν βέβαια και οι παραφωνίες ορισμένων που εμφανίσθηκαν

τώρα, εκ του ασφαλούς, να κάνουν δημόσιες σχέσεις με τον θάνατό σου,

αυτοαποκαλούμενοι μαθητές σου και χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα, ενώ είναι

γνωστό ότι όχι μόνο βρέθηκαν με την εν γένει συμπεριφορά τους στον αντίποδα

των όσων δίδαξες με το έργο σου και το παράδειγμά σου ­ «ικανούς… για όλα»

τους χαρακτήριζες χαριτολογώντας ­ αλλά και διότι σου φέρθηκαν εν ζωή με

περισσή απρέπεια και αναίδεια, επιχειρώντας να αναδειχθούν μέσα από την

αντιπαράθεση μαζί σου και χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτόν κάθε αθέμιτο

μέσο… Ας είναι όμως. Κάποτε θα ανακαλύψουν και αυτοί την έννοια της

αυτοκριτικής, την αξία της σεμνότητας και τη σημασία της σιωπής…

Θα ήταν πλεονασμός, Δάσκαλε, να γράψω εδώ για την επιστημοσύνη σου. Για μισόν

αιώνα σφράγισες ανεξίτηλα τον χώρο του Συνταγματικού Δικαίου με την πληθωρική

παρουσία σου και το πλουσιότατο έργο σου και ότι ανέδειξες με μοναδική

καθαρότητα και πληρότητα την αδιάσπαστη σχέση του Συνταγματικού Δικαίου με τη

ζέουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Παράλληλα, όμως, υπερασπίσθηκες

μέχρι τέλους την αυτονομία και την ενδελέχεια του επιστημονικού λόγου,

αρνούμενος με επιμονή και με υποδειγματική συνέπεια να υποταχθείς ­ ή έστω να

προχωρήσεις πρόσκαιρα ­ στην αδίστακτη λογική της εξουσίας, που θέλει τον

συνταγματολόγο απολογητή της και το Σύνταγμα «λάστιχο», που θα τανύζεται κατά

το δοκούν, με προσχηματικές «ερμηνείες»-σοφιστείες, προκειμένου να καλύπτονται

και να νομιμοποιούνται οι επιδιώξεις, οι σκοπιμότητες και ιδίως οι ποικίλες

παρεκτροπές των εκάστοτε κρατούντων.

Όμως μια τέτοια στάση, Δάσκαλε, είναι γνωστόν ότι δεν είναι εύκολη.

Προϋποθέτει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, τεράστια αποθέματα προσωπικής

αξιοπρέπειας και γενναιότητας, τα οποία εσύ διέθεσες περίσσια, κάθε φορά που

χρειάσθηκε να επιβεβαιώσεις έμπρακτα τη συνέπεια λόγων και έργων. Οι στίχοι

του Κάλβου «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», που εξακόντισες κατά πρόσωπο

στη στρατιωτική χούντα ­ αλλά και σε πολλούς κομφορμιστές συναδέλφους σου… ­

με το τελευταίο σου μάθημα, ταυτίσθηκαν τόσο πολύ μαζί σου, που σε συνόδευσαν

έκτοτε παντού. Στους χαλεπούς καιρούς της εξορίας, στα δύσκολα πρώτα χρόνια

της μεταπολίτευσης, στις εποχές του αυταρχισμού της πρώτης και των

νεοφιλελεύθερων ψυχώσεων της ύστερης διακυβέρνησης από τη Δεξιά αλλά και στις

περιόδους τόσο των «λαϊκιστικών» εξάρσεων όσο και των πρόσφατων

«εκσυγχρονιστικών» αναταράξεων του ΠΑΣΟΚ. Απέναντι σε όλες αυτές τις εξουσίες

όρθωσες υπερήφανα, με τους αναλογούντες βέβαια κάθε φορά τόνους, το ανάστημα

του ανήσυχου διανοουμένου και του ενεργού πολίτη, στηλιτεύοντας τις όποιες

παρεκτροπές τους και αρθρώνοντας με παρρησία τα μεγάλα και μικρά «όχι» που

στοιχειοθετούν πειστικά τον ανυπότακτο και σε τελευταία ανάλυση

«αντιεξουσιαστικό» επιστημονικό σου λόγο. Έναν λόγο που δεν δέχθηκες ποτέ να

εξαργυρώσεις στο παζάρι των αξιωμάτων, παρά τις συνεχείς πιέσεις και

προκλήσεις…

Γνωρίζουμε, Δάσκαλε, πόσο βαριά είναι η κληρονομιά που μας αφήνεις. Το καλό

όμως είναι ότι είμαστε πολλοί. Αυτό το πολύβουο και πολύχρωμο μελίσσι που

συγκεντρωνόταν γύρω σου θα κρατήσει, μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας,

άσβεστη τη μνήμη σου και φωτεινό το παράδειγμά σου. Θα είσαι μαζί μας στους

τωρινούς και στους μελλοντικούς αγώνες για τη δημοκρατία, την ελευθερία και

την κοινωνική δικαιοσύνη. Για το δικαίωμα στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, στη

διαφορά, στο όνειρο. Για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου και για την

αυτονομία της πολιτείας απέναντι στον εκκλησιαστικό μεσαίωνα.

Για την αντιμετώπιση των πολυπλόκαμων ιδιωτικών εξουσιών, διεθνών και

εγχώριων, που απειλούν να υποτάξουν την πολιτική και τον δημόσιο χώρο ­ εν

τέλει δε και την ίδια τη Δημοκρατία ­ στην τυφλή λογική της αγοράς και του

κέρδους. Γιατί όλοι αυτοί οι αγώνες έχουν μπολιαστεί ανεξίτηλα από το γόνιμο

και μαχητικό επιστημονικό σου έργο και από τη θαρραλέα και ανιδιοτελή

προσωπική σου συμμετοχή. Αυτά άλλωστε είναι και η συνέχειά σου στη ζωή, το

δικό σου Ζ στον χώρο και τον χρόνο. Εμείς απλώς το ατενίζουμε και προχωράμε.

Να είσαι δε βέβαιος ότι θα εξακολουθήσουμε να προχωράμε, κόντρα στον

εφησυχασμό, τον κομφορμισμό και την ιδιώτευση, βαδίζοντας με συνέπεια στα

χνάρια σου. Και αυτό δεν είναι μια απλή διαβεβαίωση από τη φόρτιση της

στιγμής. Είναι υπόσχεση ζωής. Έχε γεια, Δάσκαλε…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι Επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών