Το πρόβλημα των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία είναι τόσο παλιό όσο

και ο χριστιανισμός. Από το ευαγγελικό «απόδοτε τα Καίσαρος τω Καίσαρι και τα

του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21) μέχρι τα αποστολικά «πάσα ψυχή εξουσίαις

υπερεχούσαις υποτασσέσθω» (Ρωμ. 13, 1) ή «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή

ανθρώποις» (Πραξ. 5, 29) εκτείνεται επί 2000 χρόνια όλος ο σχετικός

προβληματισμός.

Σήμερα, όμως, έρχεται να προστεθεί πλέον ένας ολότελα καινούργιος συντελεστής,

που είναι η αγορά.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, αλλά οι

σχέσεις της Εκκλησίας με την αγορά που καθορίζει την Πολιτεία. Αυτός είναι ο

καινούργιος μεταβλητός παράγοντας που χρήζει προσοχής και μελέτης. Λέγοντας

αγορά εννοούμε την επικράτηση της ελεύθερης οικονομίας με τα δύο πιο εμφανή

χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία είναι η ιδιωτικοποίηση και η

παγκοσμιοποίηση. Καθετί πλέον κινείται ελεύθερα και ανεμπόδιστα χωρίς φραγμούς

και δίχως σύνορα, με ταυτόχρονη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό

χώρο.

Δίδυμη ταυτότητα της μετανεωτερικής εποχής μας είναι η εξατομίκευση και η

εκκοσμίκευση. Καθετί κατανοείται ως ατομικό και ιδιωτικό. Σύνολη η ζωή

εκκοσμικεύεται, δηλαδή χειραφετείται από τη θρησκευτικότητα και υιοθετείται

από την κοσμικότητα, χωρίς αναφορά στο ιερό και με ενδεχόμενη μόνο διασύνδεση

με το θείο σε ατομικό, συνειδησιακό επίπεδο. Η αγορά έχει δύο συγκεκριμένες

συνέπειες για την Εκκλησία:

1. Παρέχει ελευθερία και ισοτιμία σε κάθε θρησκευτική παράδοση. Τόσο οι

αρχαίες μεγάλες ιστορικές θρησκείες με τα εκατομμύρια των πιστών τους όσο και

όλες οι καινοφανείς θρησκευτικές ομάδες, σέκτες ή λατρείες μερικών χιλιάδων

οπαδών, θεωρούνται εξομοιωμένες, ισότιμες και ελεύθερες από την Πολιτεία.

2. Η αγορά αρνείται στη θρησκεία την παροχή προστασίας και προνομίων. Ο

προστατευτισμός και η προνομιακή μεταχείριση των θρησκευτικών παραδόσεων

θεωρούνται από την αγορά ως κατιτί εντελώς ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο. Η

σφαίρα της θρησκείας αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς η σφαίρα της οικονομίας,

δηλαδή απελευθερωτικά και εξισωτικά, χωρίς κρατισμό και δίχως προστατευτισμό.

Μια τέτοια «αγοραία» αντιμετώπιση της θρησκείας αιφνιδιάζει δυσάρεστα όλες

εκείνες τις παραδόσεις που ιστορικά και κοινωνικά πλειοψηφούν σε έναν τόπο,

όπως συμβαίνει με την Ορθοδοξία στην Ελλάδα, που επί δύο χιλιετίες απηχεί το

97% του πληθυσμού της χώρας ως «επικρατούσα θρησκεία». Πώς μπορεί η Εκκλησία

της Ελλάδος σήμερα να αντιμετωπίσει αυτήν τη νέα και όχι ευχάριστη γι’ αυτήν

κατάσταση πραγμάτων; Η απάντησή μας είναι διττή: θετικά και κριτικά. Πάντως

όχι ανταγωνιστικά και ούτε εριστικά, αλλά διαλεκτικά και συναινετικά με τον

ακόλουθο τρόπο.

α. Θετική αντιμετώπιση σημαίνει ότι η Εκκλησία ανέχεται αυτήν τη νέα κατάσταση

της αγοράς, χωρίς να την αποδέχεται υποχρεωτικά. Σέβεται τη θρησκευτική

ελευθερία όλων των άλλων ομολόγων, αλλοθρήσκων και ετεροδόξων παραδόσεων,

διεκδικώντας βέβαια εξίσου τη δική της ελευθερία άσκησης των θρησκευτικών

καθηκόντων της με υπόμνηση της ιστορικής, της πολιτιστικής και της κοινωνικής

ιδιαιτερότητας όχι εις βάρος των άλλων, αλλά προς όφελος των ομοδόξων πολιτών

αυτής εδώ της επικράτειας. Η πνευματικότητα της Ορθοδοξίας και ο πολιτισμός

του εκχριστιανισμένου Ελληνισμού στο Βυζάντιο είναι ο διπλός στίβος στον οποίο

μπορεί και πρέπει να επιδοθεί με ιδιάζουσα επιτυχία η Εκκλησία της Ελλάδος

σήμερα, εγκαταλείποντας κάθε ιδεολογικό μεγαλοϊδεατισμό, θεοκρατικό

επεκτατισμό και θρησκευτικό λαϊκισμό.

β. Κριτική αντιμετώπιση της αγοράς από την Εκκλησία σημαίνει ότι η μεγάλη αυτή

γηγενής παράδοση καλείται να θεραπεύσει τις εγγενείς αδυναμίες της «αγοραίας»

νοοτροπίας ζωής, να υποδείξει το υπαρξιακό αδιέξοδο της μονοδιάστατης

καθημερινότητας με την παραγωγή και την αναπαραγωγή, τον καταναλωτισμό και τον

ανταγωνισμό, την αλλοτρίωση και τη μοναξιά, την εκμετάλλευση ανθρώπου από

άνθρωπο και την καταλήστευση του φυσικού περιβάλλοντος με την επιβολή της

οικονομίας πάνω στην οικολογία.

Η Εκκλησία είναι η μόνη σχεδόν δύναμη πάνω σε τούτη τη γη που μπορεί να πείσει

έμπρακτα ότι ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο θεός και όχι λύκος, αφού ο Θεός

γίνεται άνθρωπος (ενανθρώπηση του Θεού), ώστε ο άνθρωπος να γίνει σαν θεός

(θέωση του ανθρώπου). Αυτό είναι ακόμα σήμερα το κύριο έργο της Εκκλησίας της

Ελλάδος, ενώ όλα τα άλλα φαίνονται και είναι πάρεργα.

Πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, διδάσκεται από τον απόδημο Ελληνισμό που

επιβιώνει και μεγαλουργεί συμβιώνοντας με την πραγματικότητα της αγοράς στην

Ευρώπη και την Αμερική υπό την διαποίμανση του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί

δεκαετίες. Αυτό το επιτυχημένο πείραμα μπορεί να δοκιμασθεί και στην Ελλάδα με

ανάλογη επιτυχία. Γιατί όχι;

Ο Μάριος Μπέγζος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της

Θρησκείας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.