Ο Όλυμπος, περιοχή που βρισκόταν το αρματολίκι του Νικοτσάρα (Ιστορικόν

Λεύκωμα της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1970, τ. Α’, σ. 333).

Ο Νικοτσάρας, (1770[;]-1807) γιος του αρματολού Πάνου Τσάρα, ισχυρού

καπετάνιου του Ολύμπου, θα κληρονομήσει, πέρα από την επιρροή του πατέρα του

στην περιοχή, ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες για τον έλεγχο των αρματολικιών

της περιοχής της Ελασσόνας. Ο πατέρας Τσάρας, πρωτοπαλίκαρο του Ζήδρου, θα

σφετεριστεί μετά τον θάνατο του καπετάνιου του το αρματολίκι, παραγκωνίζοντας

τον σταυραδελφό του Βλαχοθόδωρο, που ως άνθρωπος του τόπου διεκδικούσε και

αυτός το αρματολίκι. Ο Βλαχοθόδωρος βέβαια δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες του

και με τη συνεργία τοπικών αρχόντων καταφέρνει να δολοφονήσει τον Τσάρα και να

διοριστεί αρματολός. Οι γιοι του Τσάρα καταφεύγουν στους Λαζαίους, ισχυρή

αρματολική οικογένεια του Ολύμπου. Έτσι, ο Νικοτσάρας, έχοντας εγκαταλείψει το

μοναστήρι και τη μόρφωσή του και προστατευόμενος από φίλους της οικογένειάς

του, θα περιμένει να ανδρειωθεί, γύρω στα 1792, για θα ξεκινήσει τον ένοπλο

βίο του, να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του και να διεκδικήσει το

πατρογονικό αρματολίκι τα «δίκαιά του».

Η δολοφονία του πατέρα Τσάρα θα ξεκινήσει μια βεντέτα στην περιοχή, η έκταση

της οποίας φαίνεται να σχετίζεται με την παρέμβαση των προυχόντων και του Αλή

πασά για τον διορισμό του Βλαχοθόδωρου. Οι υπόλοιποι καπετάνιοι και σύμμαχοι

των Τσαραίων, βλέπουν στο επεισόδιο αυτό μια απειλή και για τη δική τους

εξουσία και περιορίζουν τον Βλαχοθόδωρο, το βδέλυγμα, όπως λέει ο Κασομούλης,

όλων, και εκείνων ακόμη οίτινες τον έσπρωξαν εις την προδοσίαν. Η βεντέτα

αυτή, που συνεχίστηκε για χρόνια, θα αφήσει πίσω της μόνο ένα αρσενικό παιδί,

τον Τόλιο Λάζο, και αυτόν ύστερα από παρέμβαση του Βελή, γιού του Αλή πασά.

Ο Νικοτσάρας αναφέρεται μαζί με άλλους καπετάνιους της περιοχής του Ολύμπου να

συμμετέχει σε αναταραχές στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-92) και

του κινήματος του Κατσώνη. Ενώ ο ρωσικός στόλος δρα στο Β. Αιγαίο, στην

περιοχή του Αγίου Όρους, καπετάνιοι της περιοχής του Ολύμπου αναπτύσσουν

αξιόλογη δράση στη θάλασσα και κατόπιν επιτίθενται στους Αλβανούς

δερβεναγάδες. Τα «πάντα φθείρων και απολύων» στη στεριά και πειρατής στη

θάλασσα με ορμητήριο τη Σκιάθο, ο Νικοτσάρας, όπως και οι Λαζαίοι, εξανάγκασε

μαζί με τους συντρόφους του τον Αλή πασά, που πολεμούσε την εποχή αυτή τους

Αλβανούς πασάδες και τον Πασβάνογλου να τον διορίσει και πάλι στα πατρογονικά

αρματολίκια, γύρω στα 1798.

Σφραγίδα που αποδίδεται στον Νικοτσάρα (Ιωάννου Πετρώφ, Περίδοξος Κλεφτουριά

της Μακεδονίας, επιμ. Γ.Χ. Χιονίδης, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1972).

«Αδύνατοι», όπως μας λέει ο Κασομούλης, «οι υιοί του [Αλή] να προφτάσουν

παντού ενώ οι εχθροί των οι εσωτερικοί δεν έπαυον, άμα εμφανίσθησαν εις του

Ολύμπου τας κορυφάς, τα ξεφτέρια, προεστοί και δερβεναγάδες, τρέχοντες δια των

μεσολαβήσεών των να σώσουν τας επαρχίας και τον εαυτόν των από το πυρ και το

σίδηρον, επέτυχον να διαταχθούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις, και να τοις

χορηγηθούν τα πατρικά Αρματωλίκια, με προσθήκας και άλλων επαρχιών <δια>

να ευαρεστήσουν και τους οπαδούς των».

Βλέπουμε στο παράθεμα αυτό να επιβεβαιώνεται ένα σταθερό χαρακτηριστικό των

ανταγωνισμών για τον έλεγχο των αρματολικιών. Δυσαρεστημένοι ένοπλοι λεηλατούν

μέχρι να καταστήσουν σαφή την υπεροχή τους στον τοπικό συσχετισμό δυνάμεων,

εξαναγκάζουν τα ξεφτέρια, τους τοπικούς άρχοντες και αξιωματούχους, σε

μεσολάβηση για διαπραγμάτευση, να σταματήσει δηλαδή η καταδίωξη και να

ανταμειφθούν έτσι, όχι οι πιστοί, αλλά οι ικανοί. Και βεβαίως η ικανότητα

κάποιου να φυλάει τον τόπο καταδεικνύεται μέσα από την ικανότητά του να τον

καταστρέψει. Η γνωστή τακτική του Αλή, να προσεταιρίζεται κατά καιρούς

κάποιους αρματολούς για να αποδυναμώσει κάποιους άλλους, να διασπά και να

επανασυντάσσει τις συμμαχίες τους, δεν φαίνεται να αποδίδει πάντοτε, και όποτε

αποδίδει, το κόστος πέφτει στις πλάτες του φτωχού ραγιά.

Ο ανυπότακτος λοιπόν κλέφτης Νικοτσάρας αναλαμβάνει κατά καιρούς τον ρόλο του

φύλακα και, ως αρματολός πλέον, εισπράττει φόρους, κατά διαστήματα όμως, την

περίοδο από το 1798 έως τον θάνατό του, το 1807. Στα καπάκια του, όμως, με τον

Αλή πασά δεν φαίνεται και τόσο σταθερός. Στα 1801, τον βλέπουμε πάλι με τους

Λαζαίους, κλεφτοπειρατή πλέον, ανάμεσα στο Άγιο Όρος και τη Σκιάθο. Από εκεί

φέρεται αναμεμειγμένος στα κινήματα των Σέρβων, αλλά και πάλι κατέληξε στο

Άγιο Όρος για να συνθηκολογήσει και πάλι με τον Αλή πασά, γύρω στα 1802.

Ωστόσο, ούτε ως αρματολός σταμάτησε τις επιδρομές του στην περιοχή. Ο

«φιλοπόλεμος» κλέφτης, κυρίως μετά τη συνδρομή του στον πόλεμο του Αλή πασά

κατά των Σουλιωτών, φαίνεται ότι δεν περιόριζε τις βλέψεις του μόνο στην

ανάκτηση του πατρώου αρματολικιού και, σύμφωνα με τον Κασομούλη, ζητάει

διεύρυνση της δύναμής του.

­ «Εφέντημ, το μουράτι σου ετελείωσε με την βοήθειαν του θεού, αλλά δια να μη

ξαναπιάσουν το Σούλι οι Σουλιώται, να διορίσης εμένα να το φυλάξω.

Μόλις ετελείωσεν τον λόγον [του ο Νικοτσάρας] και καγχάζων ο Αλήπασιας

αποκρίνεται

­ Καλά λέγει ο Νίκος, ωρέ Καπεταναίοι, έβγαλα το αρκούδα, να βάλω το λύκο

μέσα. Σε ευχαριστώ ωρέ μπιρ, λέγει».

Σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Κασομούλης, ο Νικοτσάρας, εξοργισμένος από την άρνηση

του Αλή πασά, δολοφονεί έναν αξιωματούχο του και αποχωρεί από την έδρα του

πασά. Μετά την αποτυχία αυτής της συνθηκολόγησης με τον Αλή πασά, στα 1803, ο

Νικοτσάρας διαφεύγει αρχικά στο Βάλτο και Άγραφα, αλλά και πάλι, στα 1804,

επιστρέφει στο αρματολίκι, έχοντας συμμαχήσει για μια ακόμα φορά με τον Αλή.

Γύρω στα 1805, φαίνεται να αφήνει το αρματολίκι σε δικούς του ανθρώπους και να

ξαναγυρίζει στην πειρατεία. Η δράση του Νικοτσάρα εξανάγκασε τους χριστιανούς

και τους Τούρκους να διαμαρτυρηθούν στην Πύλη κατά του πασά, ως ανάξιου να

εγγυηθεί την ησυχία στεριάς και θάλασσας. Ο δραστήριος αρματολός, κλέφτης και

πειρατής Νικοτσάρας δεν φαίνεται να στεριώνει στο πατρογονικό αρματολίκι. Ήταν

βέβαια και η εποχή των μεγάλων συγκρούσεων του πασά των Ιωαννίνων με τους

αρματολούς, όπου γέμισαν τα Ιόνια από εξόριστους, πρόθυμους να ενταχθούν σε

σχέδια αναταραχών στα πρώην αρματολίκια τους.

Χωρίς τόπο και καταδιωκόμενος από τον Αλή, ο Νικοτσάρας καταφεύγει στη Σκιάθο

απ’ όπου οργανώνει επιδρομές στα μακεδονικά και θεσσαλικά παράλια και από εκεί

στην Ύδρα, όπου ο Λ. Κουντουριώτης του παρέχει πιστοποιητικό ότι είναι υπήκοος

της νεοσύστατης Ιονίου Πολιτείας. Περνά στα Επτάνησα και επιστρέφει στις

Σποράδες για να στρατολογήσει (Μάης 1807). Παρεμβαίνει τότε και το

Πατριαρχείο, προκειμένου να πείσει τους προεστούς να τον διώξουν. Στο μεταξύ

οι Ρώσοι εμπλέκονται πάλι σε πόλεμο με τους Τούρκους και ο Νικοτσάρας

προσκαλείται από τον ναύαρχο Σενιάβιν, προκειμένου να υποταχθεί εις τους πόδας

του υψηλού θρόνου του Τρισαυγούστου Αυτοκράτορος. Ο Νικοτσάρας ανταποκρίθηκε

στο κάλεσμα του Ρώσου ναυάρχου και του προτείνει το παράτολμον σχέδιό του: να

διασχίσει τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία, να ενωθεί με τα ρωσικά στρατεύματα

που είχαν στο μεταξύ εισβάλει στη Βλαχία και τη Μολδαβία και, στη συνέχεια, να

συνδράμει το αποσχιστικό κίνημα του Καραγιώργη στη Σερβία.

Με πολυάριθμο σώμα ενόπλων ο Νικοτσάρας, ο επονομαζόμενος και «τρελός»,

αρμενίζει στη Σκόπελο και τη Σκιάθο, καθώς, εξαιτίας της ρωσικής απειλής, τα

τουρκικά πλοία δεν έβγαιναν από τα Δαρδανέλλια. Με ρωσικές σημαίες στα πλοία

του, έφτασε μέχρι τα παράλια της Μακεδονίας. Τον Ιούλιο του 1807, με τουρκικές

σημαίες αυτή τη φορά για να ξεγελάσει τους Τούρκους ότι δήθεν έχει διαταγή να

βοηθήσει τους Τούρκους που πολεμούσαν τους Σέρβους αντάρτες. Το τέχνασμα

αποτυγχάνει και ο Νικοτσάρας κατεβάζει τις τουρκικές σημαίες και υψώνει τις

ρωσικές. Οι συγκρούσεις που ακολουθούν και ο αποκλεισμός του στη Ζίχνα θα

σημάνουν και το τέλος του παράτολμου σχεδίου του. Υποχωρεί και αποκλείεται στο

γεφύρι του Πράβι (Ελευθερούπολη), όπου τον εγκαταλείπουν οι τουρκαλβανοί

σύντροφοί του. Καταφέρνει και πάλι να διαφύγει για να καταλήξει και πάλι στο

Άγιο Όρος. Από εκεί, αρχίζει πάλι τις λεηλασίες, επιτίθεται στην περιοχή του

Ολύμπου και ξαναρχίζει το γνωστό του παιχνίδι. Στα βουνά του Λιτόχωρου

αντήχησε και πάλι το «εβγήκεν ο Νίκος». Αυτή τη φορά όμως στάθηκε λιγότερο

τυχερός:

«… πεντέξ Λιτοχωρινοί χριστιανοί (…) πυροβολήσαντες κατεπάνω του (…)

επιτυχόντες να τον πληγώσουν καιρίως εις το υπογάστριον, ώστε να χυθούν τα

έντερά του κατά γης βαστών αυτά εις χείρας του και επιστρέψας αταράχως εις το

πλοιάριον, μετά μίαν ώραν ξεψύχησε (…) Απέθανεν ούτως ηρωϊκώς ο Νίκος

Τζιάρας τριανταέξ ετών, εις το άνθος της ανδρικής ηλικίας του».

Αυτή είναι η ιστορία του καπετάν Νικοτσάρα, η ιστορία ενός ενόπλου, ανάμεσα

στον ένοπλο και φρόνιμο βίο, την κλεψιά/πειρατεία και το αρματολίκι. Όσο

εξαιρετική κι αν είναι η ζωή του τρελού Νικοτσάρα, οι περιπέτειές του έχουν να

κάνουν περισσότερο με τη μοίρα των αρματολών της περιοχής του Ολύμπου που

δέχονται πιέσεις από την πολιτική του Αλή, παρά με το παράτολμον του χαρακτήρα

του. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν καπετάνιο χωρίς τόπο, που βαρύνεται από την

πατρική βεντέτα και που εντάσσεται σε συγκρούσεις ανάμεσα σε τοπικά δίκτυα

ενόπλων, υφίσταται τις πιέσεις των συγκεντρωτικών τάσεων του πασά των

Ιωαννίνων, δεν μπορεί να ησυχάσει και να καθήσει φρόνιμα, καθώς φαίνεται ότι

το αρματολίκι μόνο με την κλεψιά μπορεί να το κατοχυρώσει. Οι ανακατατάξεις

στα σύνορα της αυτοκρατορίας, η έντονη παρουσία ξένων δυνάμεων στην περιοχή,

θα δώσουν διέξοδο στον καταδιωκόμενο και, κάποια στιγμή, θα βρεθεί να λεηλατεί

ή και να συγκρούεται με την εξουσία, υπηρετώντας εξεγέρσεις και επαναστατικά

κινήματα έξω από τον ορίζοντα των δικών του κοινωνικών στρατηγικών και

συμφερόντων.

Η περίπτωση του Νικοτσάρα αποκτά όμως και ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς

βλέπουμε έναν ένοπλο που, λόγω ακριβώς της καταδίωξης, μεταθέτει το πεδίο της

δραστηριότητάς του πέρα από τον στενό ορίζοντα του αρματολικιού του, πέρα από

τον τοπικό ανταγωνισμό, σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο, πέρα και έξω από

την οικονομία των τοπικών κέντρων εξουσίας. Και αν η αποδιάρθρωση των τοπικών

κέντρων εξουσίας που επήλθε κυρίως με τις παρεμβάσεις του Αλή πασά των

Ιωαννίνων είναι η μία όψη αυτών των πολύχρονων αναταραχών και εξεγέρσεων, η

άλλη όψη τους είναι μια αλλαγή στις συνειδήσεις, που φέρνει τους ενόπλους στο

επίκεντρο εξεγέρσεων που στοχεύουν όχι μόνο στην κατοχύρωση των συμφερόντων

τους σε τοπικό επίπεδο, αλλά που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι την απόσχιση από

την οθωμανική νομιμότητα ή ακόμα και στην ένταξη σε σχέδια πολιτικής

αυτονομίας.

Τη 7 Ιουνίου 1807 Τένεδο Καπετάν Νίκο Τσάρα,

Μου επαράστησαν το όνομά σου, και την ανδρείαν σου. Όθεν χωρίς να χάνης

αυτού τον καιρόν σου, λαμβάνωντας το παρόν μου πάραυτα να έλθης να σε

επιχειρισθώ και να σε υποτάξω εις τους πόδας του υψηλού θρόνου του

τρισαυγούστου Αυτοκράτορος δια λόγου σου. Γράφω και των αυτού προεστών να σου

δώσουν το ιμπάρκο με εξεπίτηδες καΐκι.

Είμαι ο καλοθελητής σου

Δημήτριος Σινιάβιν

Κ. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Αθήνα 1869, σ. 579

***

Τρία αηδονάκια κάθονταν στον Όλυμπο, στη ράχη

το ‘να τηράει τα Τρίκκαλα, τ’ άλλο την Κατερίνη,

το τρίτο το μικρότερο μοιρολογάει και λέει:

Τι ‘ν’ το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι

ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια,

τες Σέρρες και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.

Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,

δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν’ ιμνάτι.

Ο Νικοτσάρας χούγιαξεν από το μετερίζι:

Για που ‘στε παλικάρια μου, για ζώστε τα σπαθιά σας,

γιουρούσι για να κάνουμε, με τα σπαθιά στο χέρι,

να κόψουμε την άλυσο στο έρημο γεφύρι.

Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα, Ερμής, 1981, σ. 59

Βιβλιογραφία

Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων

(1821-1833), Αθήνα, 1939.

Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα,

Ερμής, 1981.

Γ. Χιονίδης, Ο Νικοτσάρας, σκιαγραφία της δράσεώς του, Μνημοσύνη, 4

(1972-73), σσ. 622-8.

Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνα 1869.

Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 1969.

Ο Νίκος Κοταρίδης είναι Επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο