Στο προηγούμενο σημείωμά μας («ΤΑ ΝΕΑ», 28.7.2000), αναλύοντας τα ευρήματα

έρευνας της Κάπα Reseaech, τονίσαμε ότι στην Ελλάδα παρατηρείται μια

ενδιαφέρουσα όσο και ιδιότυπη «μετατόπιση».

Η Ν.Δ., ιστορικά η παράταξη του «ανήκομεν εις την Δύσιν», εμφανίζεται σήμερα

(σε ό,τι αφορά τις επιλογές του εκλογικού της σώματος) ως ένα κόμμα με ισχυρές

«ευρωσκεπτικιστικές» τάσεις, ενώ το άλλοτε αντιευρωπαϊκό ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται ως

το «κόμμα της Ευρώπης» στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Αξίζει, για να ολοκληρώσουμε την ανάλυση που ξεκίνησε στο προηγούμενο κείμενό

μας, να υπενθυμίσουμε ορισμένα δεδομένα της κοινωνιολογίας της ψήφου, όπως

αυτά κατεγράφησαν στις εκλογές του Απριλίου.

Το ΠΑΣΟΚ, όπως έδειξε η ψήφος κατά επάγγελμα, εμφάνισε τις μεγαλύτερες

απώλειες μεταξύ των χαμηλοσυνταξιούχων και των ανέργων, ομάδες που αποτελούν

τα δύο πιο αδύναμα και εκτεθειμένα τμήματα των λαϊκών τάξεων, ενώ ενισχύθηκε ­

σε σχέση με το 1996 ­ προπάντων στα μεσαία αστικά- επιχειρηματικά στρώματα και

στις πιο μορφωμένες και υψηλόμισθες ομάδες του κόσμου της εργασίας και των

συνταξιούχων. Αντιθέτως, η Ν.Δ., στο πλαίσιο της γενικής βελτίωσης των

επιδόσεών της, αύξησε δυσανάλογα την επιρροής της μεταξύ των λιγότερο

ευνοημένων κατηγοριών (αγρότες, άνεργοι, συνταξιούχοι, νοικοκυρές χαμηλού

μορφωτικού επιπέδου) του ενεργού και μη ενεργού πληθυσμού (βλ. Νικολακόπουλος,

«ΤΑ ΝΕΑ», 14.4.2000. Επίσης: V-PRC, «ΤΑ ΝΕΑ», 15-16.4.2000). Συνολικά,

συνεπώς, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., αν και διατήρησαν σε σημαντικό βαθμό τα ιστορικά

κοινωνικά τους στηρίγματα (ούτε η Ν.Δ. έγινε «κόμμα των φτωχών» ούτε το ΠΑΣΟΚ

«κόμμα των πλουσίων»), εισδύουν όλο και περισσότερο ­ όπως στο παιχνίδι του

καθρέπτη ­ στις «φυσικές» κοινωνικές περιοχές του αντιπάλου.

Ο συνδυασμός των προηγούμενων τάσεων επιτρέπει τη διατύπωση ορισμένων

συμπερασμάτων:

α. Το ΠΑΣΟΚ, τοποθετημένο στο κέντρο του πλειοψηφικού ευρωπαϊκού ρεύματος,

κυρίαρχο μεταξύ των «μοντέρνων» στρωμάτων της κοινωνίας, υπερέχει έναντι της

Ν.Δ. και στο πεδίο του πολιτικού εκσυγχρονισμού και στο πεδίο του πολιτισμικού

φιλελευθερισμού. Τα ανωτέρω τού εξασφαλίζουν την πρωτοκαθεδρία στο πολιτικό

σύστημα.

β. Η Ν.Δ. εμφανίζει την κοινωνιολογική εικόνα ενός κόμματος, που αθροίζει

«δυσαρέσκειες» και «διαμαρτυρίες» κάθε είδους, ευρωσκεπτιστικές, ταξικές,

πολιτισμικές. Η, δε, ηγεσία της ακολουθεί, όπως έδειξε και η στάση της στο

θέμα της «κρίσης των ταυτοτήτων», μία πολιτική «ήπιας» προσκόλλησης στα κατά

καιρούς ρεύματα δυσαρέσκειας, με σκοπό να τα κεφαλαιοποιήσει εκλογικά εν

ευθέτω χρόνω.

γ. Στρατηγικά, η ευρωπαϊκή παράδοση και ο κεντροδεξιός χαρακτήρας της Ν.Δ. δεν

της επιτρέπουν να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος αυτών των δυσαρεσκειών. Η

ηγεσία της Ν.Δ. ούτε επιδιώκει ούτε μπορεί να διατυπώσει ένα συνεκτικό

«ευρωσκεπτικιστικό – εθνοκεντρικό – λαϊκό» πολιτικό σχέδιο. Η στρατηγική της

«ποντάρει» συνεπώς στην προσδοκία αποτυχίας του κυβερνώντος κόμματος. Μόνο η

αποτυχία του ΠΑΣΟΚ θα ήταν σε θέση να προσδώσει πλειοψηφική δυναμική στην

πολιτική της άθροισης «μειοψηφιών» που ακολουθεί η αξιωματική αντιπολίτευση.

δ. Το ΠΑΣΟΚ διατηρεί την υπεροχή απέναντι στη Ν.Δ. Η δυναμική όμως των

ανακατατάξεων μετατρέπει όλο και περισσότερο το άλλοτε κόμμα των

«μη-προνομιούχων» σε κόμμα της «κοινωνίας των ικανοποιημένων». Το άλλοτε

«λαϊκιστικό» ΠΑΣΟΚ είναι ίσως σήμερα το κόμμα που απολαμβάνει, περισσότερο από

οποιονδήποτε ομόλογό του, στην Ε.Ε., της εμπιστοσύνης του κεφαλαίου. Ωστόσο, η

εξασθένηση της άλλοτε συμπαγούς λαϊκής επιρροής του και η σύνδεσή του με τη

νέα, ισχυρή, συχνά νεόπλουτη, «πελατειακή» αστική τάξη, σύνδεση που καμία

εκλογική στατιστική δεν μπορεί να καταγράψει, υπονομεύουν μεσοπρόθεσμα ­ και

υπόγεια ­ τη δυναμική του. Η αποδυνάμωση του λαϊκού χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ, όπως

και η «αλαζονεία» ενός τμήματος του επιχειρηματικού κόσμου (που σήμερα

αγκαλιάζει το κυβερνών κόμμα), είναι παράγοντες που θα μπορούσαν ­ μελλοντικά

­ να «τινάξουν στον αέρα» και το μοντέρνο – εκσυγχρονιστικό προφίλ της ηγεσίας

Σημίτη και την εκλογική δυναμική του κόμματος. Χωρίς συνεπώς σημαντικές

διορθωτικές κινήσεις, το σημερινό πολιτικό πλεονέκτημα του κόμματος θα

μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα εύθραυστο.

Το τι σημαίνουν βέβαια οι ανωτέρω «μετατοπίσεις» και «συγκλίσεις» γα το

περίφημο κοινωνικό ζήτημα, ζήτημα που εγγράφεται, για να δανεισθώ μια

διατύπωση του Σ. Κουβελάκη, «στη μακρά διάρκεια της νεωτερικότητας», είναι ένα

θέμα που υπερβαίνει τα όρια αυτού του κειμένου.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.