Μια σύγχρονη δημοκρατική εκπαιδευτική πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει δύο

κρίσιμους μορφωτικούς στόχους: α) Την υπεράσπιση και την προαγωγή του δημόσιου

χαρακτήρα της παιδείας και β) τη διαρκή και επιμελή ενίσχυση της ποιότητας της

παρεχόμενης εκπαίδευσης. Και αυτή η στοχοθεσία δοκιμάζεται και από τις

πολλαπλές τάσεις εμπορευματοποίησης της γνώσης αλλά και από σύνθετες και, εν

πολλοίς, άγνωστες πτυχές των αναδυόμενων κοινωνιών της μάθησης.

Η Ευρωπαϊκή Συνδικαλιστική Επιτροπή για την εκπαίδευση (ETUCE), μέλος της

οποίας είναι και η ΟΛΜΕ, έχει δώσει ιδιαίτερο βάρος στην αξιολόγηση της

ποιότητας στη σχολική μόρφωση τα τελευταία χρόνια με αλλεπάλληλα προγράμματα

και συνέδρια. Βεβαίως, τόσο η έννοια της ποιότητας όσο και κυρίως η πρακτική

της αξιολόγησής της είναι πεδία έντονου προβληματισμού αλλά και τριβών μεταξύ

Πολιτείας, κοινωνικών φορέων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ωστόσο οι όποιες

δυσκολίες δεν μπορεί και δεν πρόκειται να είναι ανασταλτικές του βασικού

σκοπού όλων των πλευρών, να τεθεί το σχολείο σε πιο κεντρική θέση στις νέες

εποχές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) διαμόρφωσε το 1997 ένα πιλοτικό πρόγραμμα για

την ποιοτική αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης με τη συμμετοχή 101 σχολείων

της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από 18 χώρες συμπεριλαμβανομένης και της

Ελλάδας, με στόχο του προγράμματος να δοθούν απαντήσεις σε τρία ζητήματα: α)

Τι κάνει ένα σχολείο καλό; β) Πώς μπορούμε να το ανακαλύψουμε; και γ) Τι

μπορούμε να κάνουμε με τις απαντήσεις που θα βρούμε; Ως μέρος του προγράμματος

τα σχολεία αυτοαξιολογήθηκαν και αυτοβαθμολογήθηκαν σε δώδεκα θέματα: 1)

ακαδημαϊκά επιτεύγματα, 2) προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη, 3) προορισμός των

μαθητών, 4) ο χρόνος ως πηγή για μάθηση, 5) ποιότητα της μάθησης και της

διδασκαλίας, 6) υποστήριξη όσων έχουν μαθησιακά προβλήματα, 7) το σχολείο ως

χώρος μάθησης, 8) το σχολείο ως κοινωνικός χώρος, 9) το σχολείο ως

επαγγελματικός χώρος, 10) σχολείο και σπίτι, 11) σχολείο και κοινότητα και 12)

σχολείο και εργασία. Οι δυο παράλληλες ενέργειες του Συμβουλίου των Υπουργών

Παιδείας της Ε.Ε. και οι συλλογικές λειτουργίες της ETUCE εστίασαν τη δυναμική

τους αφενός μεν στον προσδιορισμό των δεικτών της αξιολόγησης της ποιότητας

και αφετέρου στο ίδιο το περιεχόμενο της ποιότητας της εκπαίδευσης.

Η ETUCE θεωρεί πως οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να συνδέουν τα αποτελέσματα του

εκπαιδευτικού συστήματος με τις διαθέσιμες πηγές και να είναι τέτοιου τύπου

ώστε να βοηθούν τους εκπαιδευτικούς για να βρίσκουν τρόπους και μεθόδους για

τη βελτίωση της ποιότητας. Επιπλέον οι δείκτες πρέπει να δίνουν την πλήρη

εικόνα του σχολείου με όλη την πολυπλοκότητά του και να εντάσσονται στο

καθημερινό έργο των εκπαιδευτικών. Συμπερασματικά στη διεθνή εκπαιδευτική

συζήτηση, οι δείκτες αφορούν συγκριτικές πληροφορίες για ζητήματα που

αναφέρονται: ι) στις στατιστικές πληροφορίες για τους προϋπολογισμούς, το

εκπαιδευτικό κόστος, τις αναλογίες καθηγητών / μαθητών κ.λπ., ιι) στις

πληροφορίες για τις δομές των εκπαιδευτικών συστημάτων και ιιι) στα

επιτεύγματα των μαθητών.

Η ποιότητα στην εκπαίδευση έχει σήμερα σαφώς διαφορετικό περιεχόμενο απ’ ό,τι

παλιότερα. Συνδέεται, βέβαια, με τις εθνικές στρατηγικές, τις λαϊκές

κουλτούρες και ουσιαστικά συνυφαίνεται με την απόκτηση ουσιαστικών εφοδίων για

να αντιμετωπίσουν οι νέοι τις αυξημένες απαιτήσεις της εποχής. Η ETUCE θεωρεί

πως οι συζητήσεις για την ποιότητα και την αξιολόγηση είναι πρωταρχικής

σημασίας για το μέλλον του σχολείου και του εκπαιδευτικού επαγγέλματος. Και το

τονίζει με απόλυτο τρόπο: «Η ποιοτική εκπαίδευση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως

μία διαδικασία κατανάλωσης αλλά ως μία διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ

εκπαιδευτικών και μαθητών. Η εκπαίδευση πρέπει να έχει ως στόχο την παροχή

στους μαθητές ευκαιριών για προσωπική εξέλιξη και τη δυνατότητα να μπορούν να

προσαρμοστούν στις νέες καταστάσεις, όπως και να τις αλλάξουν, αν χρειαστεί. Η

εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι μία ουδέτερη διαδικασία. Θα πρέπει πάντα να

βασίζεται σε αξίες. Η ισορροπία μεταξύ των αντικειμενικών «δεδομένων» και της

αμφισβήτησης αυτών αντιπροσωπεύει μια μεγάλη πρόκληση για τον επαγγελματία

εκπαιδευτικό».

Σήμερα διεθνείς και εθνικοί φορείς αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως ένα

εκπαιδευτικό επιστημονικό εργαστήριο και θεωρούν την εκπαίδευση ως «θέατρο»

δράσης των νεοαναδυόμενων αντιλήψεων και πεποιθήσεων του ανθρώπου. Θα

μπορέσουμε ως ελληνική κοινωνία να συζητήσουμε μεθοδικά την ποιότητα της

εκπαίδευσης και την αξιολόγησή της εμβαθύνοντας στα μεγάλα νοήματα της

παιδαγωγικής ή θα αρκούμαστε στα«εξωγενή» χαρακτηριστικά του σχολείου που

προσφέρονται μόνο για τίτλους εντυπώσεων;

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ.