Παρακολουθώντας την εκκλησιαστική ειδησεογραφία θυμόμαστε πάλι τον

Ντοστογιέφσκι: «Δεν είναι μες στη δύναμη, που βρίσκεται ο Θεός, μα μέσα στην

αλήθεια». Δύναμη και αλήθεια αντιστοιχούν στην ισχύ και στο δίκαιο που είναι

σχεδόν πάντα πολωμένα, χωρισμένα κι αντίπαλα.

Συνήθως συναντάμε δυο αντίθετες καταστάσεις: την ισχύ του δικαίου ή τη

δικαίωση της ισχύος. Όταν η αλήθεια επικρατεί πάνω στη δύναμη, τότε ισχύει το

δίκαιο, κι αυτό κρίνεται «καλό», γιατί δικαιώνεται επιτέλους το αθώο θύμα.

Στην αντίθετη περίπτωση, που υπερισχύει ο άδικος θύτης και μένει αδικαίωτο το

θύμα του, έχουμε κατιτί «κακό», αφού δικαιώνεται η ισχύς και επιβάλλεται η

δύναμη πάνω στην αλήθεια.

Τυραννία, δικτατορία, ολοκληρωτισμός είναι τα πολιτικά ονόματα της δικαίωσης

της ισχύος. Δημοκρατία λέγεται και είναι η ισχύς του δικαίου. Η «ζούγκλα» και

η βαρβαρότητα αντιστοιχούν στη δύναμη αντί της αλήθειας, ενώ η «πόλις» με την

πολιτική και τον πολιτισμό αντιπροσωπεύονται από την αλήθεια που κατισχύει

πάνω στη δύναμη.

Η Εκκλησία για τον ορθόδοξο κλασικό της λογοτεχνίας Ντοστογιέφσκι είναι με την

αλήθεια κι όχι με τη δύναμη. Ο πιστός επιλέγει ανάμεσα στην ισχύ και στο

δίκαιο. Ουδετερότητα ή αδιαφορία σημαίνουν υποκρισία που κυμαίνεται μεταξύ

φαρισαϊσμού και ιησουιτισμού. Το δίλημμα «δικαίωση της ισχύος ή κατίσχυση του

δικαίου» είναι αναπόφευκτο για τον Χριστιανισμό επί δύο συναπτές χιλιετίες.

Οι τρεις πειρασμοί του Ιησού για σαράντα ημέρες στην έρημο (Ματθ. 4, 1-11)

ήταν η δοκιμασία της εξουσίας. Αυτό καυτηριάζει ο Ντοστογιέφσκι στον θρύλο του

Μεγάλου Ιεροεξεταστή («Αδελφοί Καραμάζοφ» Β, 5, V) στο κύκνειο άσμα του, το

τελευταίο, μεγαλύτερο και καλύτερο από τα μεταφυσικά μυθιστορήματά του.

Προειδοποιεί τους φορείς της θρησκευτικής εξουσίας: «Καταλάβετέ το, λοιπόν,

πως δεν μεταμορφώνεται η Εκκλησία σε κράτος. Αυτό είναι το όνειρο της Ρώμης.

Αυτό είναι ο τρίτος πειρασμός του Σατανά!».

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής υποκύπτει στον τριπλό πειρασμό της εξουσίας: «διορθώνει»

το έργο του Ιησού θεμελιώνοντάς το «στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος». Η

θεοκρατία παραμερίζει την αλήθεια χρησιμοποιώντας τη δύναμη της εξουσίας με

τρεις διαφορετικούς τρόπους: υπερφυσικά (με το «θαύμα»), μεταφυσικά, (με το

«μυστήριο») και φυσικά (με το «κύρος», την αυθεντία και τον αυταρχισμό).

Απερίφραστα ομολογεί ενώπιον του Ιησού ο ιησουίτης Μέγας Ιεροεξεταστής: «Εμείς

το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντάς το Σ’ απαρνηθήκαμε φυσικά κι

ακολουθήσαμε εκείνον». Χριστός και Αντίχριστος, Θεός και Καίσαρας, Ιησούς και

ιησουίτης διαχωρίζονται με αυτό ακριβώς το αλάθητο κριτήριο. Στον έναν ισχύει

το δίκαιο, ενώ στον άλλον δικαιώνεται η ισχύς. Όποιος δεν αποδίδει «τα του

Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21), αυτός δεν είναι με

τον Ιησού αλλά με τον ιησουίτη, σύμφωνα πάντα με τον Ντοστογιέφσκι που τολμά

να ισχυρισθεί: «Ο ιεροεξεταστής σου δεν πιστεύει σε Θεό, να όλο κι όλο το

μυστικό του».

Αν διαβάσουμε την εκκλησιαστική μας επικαιρότητα φορώντας τα γυαλιά του

Ντοστογιέφσκι, τότε ανακαλύπτουμε τρεις αλήθειες:

1. Μια σημερινή μορφή δύναμης είναι η δημοσιότητα που καθορίζει την πολιτική

και την οικονομία. Η Εκκλησία μπορεί και πρέπει να «νηστεύει» την ισχύ της

δημοσιότητας για να προκρίνει τη λιτότητα της αλήθειας του ευαγγελικού λόγου

μαζί με την κατάνυξη της λειτουργικής μυσταγωγίας. Η τηλεοπτική υπερπροβολή

ταιριάζει στη διαφήμιση της αγοράς και στην προπαγάνδα των κομμάτων πιο πολύ

παρά στο ήθος της Εκκλησίας.

2. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί ποτέ να απειλήσει την Εκκλησία: «πύλαι

άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16, 18). Η ιδεολογική αγοραφοβία για

«διανοούμενους» ή «κουλτουριάρηδες» και η ιδεοληπτική ξενοφοβία

(«ευρωλιγούρηδες», «γραικύλοι») δεν δικαιολογούνται θεολογικά, παρ’ ότι

ερμηνεύονται ψυχολογικά. Ο φόβος απάδει στην Εκκλησία. Μόνο η αγάπη συνάδει με

την πίστη, αφού «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4, 18). Η

φοβική αντίδραση των πιστών έναντι της απιστίας δεν προέρχεται από την πίστη

(«πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία», Μάρκ. 9, 24), αλλά από την

ολιγοπιστία, δηλαδή το άγχος της ανασφάλειας.

3. Η θεοκρατία είναι άσχετη με τη δημοκρατία και με την Εκκλησία εξίσου.

Θεοκρατία είναι η δύναμη της θρησκείας αντί για την αλήθεια της, δηλαδή η

ισχύς του ιερού σε βάρος του δικαίου. Με τα κριτήρια του Ντοστογιέφσκι η

θεοκρατία είναι αντιχριστιανική, ανήκει στον Αντίχριστο κι όχι στον Χριστό,

είναι του ιησουίτη κι όχι του Ιησού.

Τέτοια μηνύματα στέλνει η κλασική λογοτεχνία στην Ιεραρχία μας σήμερα. Είναι

έτοιμη η εκκλησιαστική ηγεσία να συλλάβει το νόημά τους; Εμείς θέλουμε να

πιστεύουμε «ναι» κι αυτό ευχόμαστε για το καλό όλων των πιστών και των πολιτών

της χώρας μας.

Ο Μάριος Μπέγζος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της

Θρησκείας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών