Έχουν περάσει πάνω από 25 χρόνια, από τότε που κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις ­

ολονυχτίες ­ για τα συνδικαλιστικά του σωματείου μας στις ταβέρνες. Στις

«Μαδάρες» της οδού Φυλής ο Νίκος Κακαουνάκης μάς κρατούσε μέχρι που να βγει ο

ήλιος και τραγουδούσε με κάποιους συμπατριώτες του λυράρηδες αυθεντικά κρητικά

τραγούδια. Κατά σύμπτωση, ύστερα από τόσον καιρό, ξανάκουσα τον φίλο μου τον

Νίκο με τη συντροφιά του να τραγουδούν ριζίτικα, σταφιδιανά και Ερωτόκριτο,

μια νύχτα σ’ ένα πολύ ωραίο στέκι του Ανωγειανού Μπάμπη Βούργια (Φορμίωνος και

Ερμου στη Νέα Ελβετία). Ενός σεμνού οικογενειάρχη, γνήσιου τέκνου της Κρήτης,

που έχει μεταφέρει σ’ αυτό το μαγαζί το κομμάτι της παράδοσης από τα Ανώγεια

και το έχει κάνει καθημερινό βίωμα, έχοντας πλάι του τη σύντροφό του Πόπη και

τον μικρό γιο τους, τον Μίνωα. Εκείνη η νύχτα της Δευτέρας θα μου μείνει

αξέχαστη, γιατί στα «μουσικομαγειρέματα» του Βούργια πήγαμε για ένα μεζεδάκι

και ένα ποτήρι κρασί και φύγαμε από ένα γλέντι από αυτά που μόνο με παραγγελία

ή καλή οργάνωση γίνονται. Ένα ήσυχο γλέντι με μαντινάδες, λαϊκά τραγούδια, με

λύρα μάντολα, μπουζούκια, κοντυλιές, πενιές, ρακές, μαρουβά, ντάκους,

σκαλτσούνια, ελιές, παξιμάδια και άλλες κρητικές σπεσιαλιτέ. Με το που

καθήσαμε στο τραπέζι, ο Μπάμπης θέλησε να μας δείξει την κρητική φιλοξενία και

πρόσφερε στην παρέα μου τρεις ρακές, παξιμαδάκια και ελιές. Κατόπιν, κάθησε

απέναντι στον Κακαουνάκη, έπιασε τη λύρα και άρχισε να παίζει και να τραγουδά

μια δική του μαντινάδα, στην οποία προσαρμόζει τη ζωή στα μητάτα με τις νέες

τεχνολογίες:

«Μού ‘στειλες με το κινητό το μήνυμα στα όρη, μ’ αφού ήτανε αφόρητο πώς να το

λάβω κόρη!

Κομπιούτερ ηλεκτρονικό θα βάλω στο μητάτο, να παίρνω με το Ίντερνετ το γάλα

των προβάτω (ν)».

Η συντροφιά μας έγινε μεγάλη, με ανθρώπους πλούσιους σε αισθήματα, αλλά και

μουσικές αναζητήσεις. Κοντά μας ο Παναγιώτης Βάρλας, κατασκευαστής μπουζουκιών

και άλλων λαϊκών οργάνων, και ο Λάκης Λαφτσής, ένας νέος (και σπουδαίος, κατά

τη γνώμη μας) εξελισσόμενος σολίστ του μπουζουκιού, βασικό στέλεχος στην

ορχήστρα ενός εκ των κορυφαίων μας συνθετών, του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο νεαρός

μπουζουξής (αν και ήταν πεσμένος ψυχολογικά λόγω του πρόσφατου θανάτου της

αγαπημένης του μητέρας) είχε κάτι εξάρσεις που σ’ έκαναν να τον προσέχεις με

θαυμασμό. Πότε με το μπουζούκι του Ιορδάνη Τσαμίδη και πότε με το δικό του,

έπαιζε τα υπέροχα και δύσκολα ορχηστρικά του Ξαρχάκου, αλλά και οργανικά των

μεγάλων του μπουζουκιού. Σε κάποιες στιγμές έπαιζε με τον Μπάμπη Βούργια

λαούτο και λύρα. Ο τελευταίος, με τόσο αυθεντικό τρόπο, έκανε ντουέτο με τον

Νίκο και τραγουδούσαν ριζίτικα και Ερωτόκριτο. Εκεί όμως που τον θαυμάσαμε

όλοι της συντροφιάς και μας συγκίνησε ήταν τα περίφημα σταφιδιανά

(τουρκοκρητικά). Είναι τραγούδια όπου σμίγει ο ήχος της Ανατολής με τον ήχο

της Κρήτης. Μια νύχτα στο κρητικό στέκι του Βούργια υπήρξε από τις μικρές

χαρές της ζωής μας, από αυτές που, όπως όλα τα ωραία, τελειώνουν γρήγορα. Και

στα μουσικομαγειρέματα, η Πόπη πρωταγωνίστρια. Μια κουζίνα καθαρή, γνήσια, με

ανωγειανά υλικά. Η καλύτερη μακαρονάδα, βρασμένη σε ζωμούς από γίδα και

φραγκόκοτα (κοκάνα) και τουλουμοτύρι τριμμένο από τα μητάτα. Επίσης, γίδα

βραστή με πιλάφι κρητικό. Και ακόμη: τηγανάδα, κουνέλι τηγανητό, χοχλιοί,

ντολμάδες γιαλαντζί, σκαλτσούνια, ντάκος, σαγανάκι, κολοκυθάκια με ντομάτα και

αυγά, μελιτζάνες, κολοκυθάκια με πιπεριές τηγανητά, γραβιέρα, μυζήθρα και

ανθότυρο.

Λαϊκή ταβέρνα «Ο ΒΟΥΡΓΙΑΣ» (Μουσικομαγειρέματα). Φορμίωνος και Ερμού (Βύρωνας

– Νέα Ελβετία). Τηλ. 7643.414. Ανοιχτά κάθε βράδυ.

* Ο Βούργιας πού ‘ναι αριστερά στην Ερμού π’ ανεβαίνεις, είναι μικρή μου

δεξιά όταν θα κατεβαίνεις