Η Ν.Δ. υπήρξε μετά το 1974 η «παράταξη της Ευρώπης». Το «Ανήκομεν εις την

Δύσιν» του Κ. Καραμανλή (σε αντιδιαστολή προς το «Η Ελλάδα ανήκει στους

Έλληνες» του Α. Παπανδρέου) υπήρξε το έμβλημα της νέας ταυτότητας μιας

παράταξης που είχε καθοριστικά ­ και αρνητικά ­ συμβάλει στο δράμα της

μεταπολεμικής Ελλάδας.

Ωστόσο, κατ’ αντιστροφή του παλαιού σχήματος, η Ν.Δ. εμφανίζεται σήμερα ως ένα

κόμμα με ισχυρές «ευρωσκεπτικιστικές» τάσεις, ενώ το ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται ως το

«κόμμα της Ευρώπης». Τα ευρήματα της Κάπα Research, σε έρευνα που

πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την επίσημη ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ (21-29

Ιουνίου 2000, Λεκανοπέδιο, «Το Βήμα», 2.7.2000), είναι αποκαλυπτικά. Ας

συνοψίσουμε, χωρίς να εισέλθουμε στις λεπτομέρειες των αριθμών, μερικά από

αυτά.

Συνολικά, το εκλογικό σώμα της Ν.Δ. ­ με κριτήριο τη στάση απέναντι στην

Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΟΝΕ ­ αποτελείται σήμερα από τρεις διακριτές ομάδες.

Η πρώτη, η φιλοευρωπαϊκή, είναι φυσικά η πολυπληθέστερη (κυμαίνεται γύρω στο

45%, σε ορισμένα θέματα προσεγγίζει ή υπερβαίνει το 50%). Μία δεύτερη ωστόσο

ομάδα, εμφανώς αρνητική απέναντι στην εν εξελίξει ευρωπαϊκή ενοποίηση,

φαίνεται να επιθέτει την «πυκνή σκιά» της στην ταυτότητα του εκλογικού σώματος

της Ν.Δ. Η ομάδα αυτή υπερβαίνει συστηματικά το 20% των εκλογέων της Ν.Δ. ­

και σε ορισμένες «ευαίσθητες» θεματικές (απειλή αλλοίωσης της εθνικής

ταυτότητας ή φόβος διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων) προσεγγίζει το

40-45%! Η τρίτη ομάδα, η «ουδέτερη – σκεπτικιστική», αποτελεί ένα είδος

«τρίτης δύναμης» στα θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Η ομάδα αυτή, της οποίας το

μέγεθος κυμαίνεται περίπου στο 20%, θεωρεί ότι το όφελος και το κόστος από την

ένταξη στην Ε.Ε. και στην ΟΝΕ εξισορροπούνται και αλληλοεξουδετερώνονται.

Η άθροιση της δεύτερης και τρίτης ομάδας (της «αρνητικής» και της

«ευρωσκεπτικιστικής») δείχνει ότι ένα ισχυρότατο και δύσπιστο προς την

ευρωπαϊκή ενοποίηση ρεύμα έχει βαθμιαία εγκατασταθεί στην καρδιά του εκλογικού

σώματος της Ν.Δ. Η εικόνα αυτή είναι απολύτως συμβατή με τα ευρήματα των

exit-polls, σύμφωνα με τα οποία η Ν.Δ. ενισχύθηκε μεταξύ των λιγότερο

ευνοημένων κατηγοριών του ενεργού και μη ενεργού πληθυσμού, κατηγορίες

δύσπιστες, σύμφωνα με όλα τα διεθνή στάνταρ, απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση

(βλ. Ηλ. Νικολακόπουλος, «ΤΑ ΝΕΑ», 14.4.2000). Η Ν.Δ. έχει εισέλθει, κατ’

αυτόν τον τρόπο, σε έναν επικίνδυνο για την ίδια φαύλο κύκλο. Η μη συνοχή των

ιδεολογικών της επιλογών αντικατοπτρίζεται πλέον ­ σε έκταση που δεν επιτρέπει

διαγνωστική αμφιβολία ­ στον πολυκερματισμό (κοινωνιολογικό και «αξιακό») του

εκλογικού της σώματος.

Αυτός ο τελευταίος, με τη σειρά του, δυσχεραίνει την ικανότητα της ηγεσίας να

επιλέξει μια επιθετική «μοντερνιστική» πολιτική για να ανατρέψει την

πρωτοκαθεδρία του ΠΑΣΟΚ.

Αντιθέτως, η αποδοχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι πολύ υψηλή (και

συστηματικά υψηλότερη του μέσου όρου) μεταξύ των εκλογέων του ΠΑΣΟΚ. Η εικόνα

του εκλογικού σώματος του κυβερνώντος κόμματος διακρίνεται ­ πρώτη φορά στην

ιστορία του ΠΑΣΟΚ ­ από ένα συνεκτικό και χωρίς σημαντικές σκιές (ούτε καν στα

θέματα κοινωνικής πολιτικής και προστασίας) ευρωπαϊσμό. Αυτή η «πυκνή» και

συμπαγής εικόνα τοποθετεί το ΠΑΣΟΚ στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ρεύματος,

ρεύμα που είναι εμφανώς πλειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία.

Η ΟΝΕ, όπως σωστά έγραψε ο Π. Καζάκος, έχει αναδειχθεί «σε μέσο για τη

συντονισμένη μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο κράτους στην Ευρώπη» («Καθημερινή»,

14.5.2000). Έχει, επιπλέον ­ θα προσθέταμε ­, αναδειχθεί σε μέσο για τη

μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο κοινωνίας με κυρίαρχες τις νεοφιλελεύθερες αξίες

και τις νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες πολιτικής. Σε αυτήν τη διαδικασία

«συντονισμένης» μετάβασης, το ΠΑΣΟΚ μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η ισχυρή,

κεντρική και ηγεμονική δύναμη που υπαγορεύει τους κανόνες και τους τρόπους της

μετάβασης. Υπ’ αυτήν την έννοια, το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ούτε ένας συγκυριακός

σφετεριστής της ευρωπαϊκής ιδέας ούτε ένα απλό φιλοευρωπαϊκό κόμμα, αλλά κάτι

περισσότερο: εκπροσωπεί και ενσαρκώνει στην Ελλάδα το «κόμμα της Ευρώπης»,

λειτουργία που δεν μπορεί να επιτελέσει πλέον η Ν.Δ.

Οι ρόλοι έχουν συνεπώς αντιστραφεί. Η «αντιστροφή ρόλου» είναι ο συνηθέστερος

τρόπος που επιλέγει η πανουργία της Ιστορίας για να εμφανίζεται στο προσκήνιο

και να παράγει τα απροσδόκητα όσο και παράδοξα αποτελέσματά της. Και είναι

αυτός ο τρόπος που καθιστά την πολιτική πράξη ­ ακόμη και σε περιόδους

«κούρασης» και «ρουτίνας» ­ πράξη σημαντική και πράξη ενδιαφέρουσα.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.