Το Κυπριακό αλλά και ευρύτερα οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, τις τελευταίες

δεκαετίες, θυμίζουν τον μύθο του Σίσυφου: Ο Σίσυφος, βασιλιάς της Κορίνθου,

καταδικάστηκε από τους θεούς να κυλά αιώνια στον Άδη έναν μεγάλο βράχο μέχρι

την κορυφή του βουνού και λίγο πριν από το τέρμα ο βράχος να κατρακυλά προς τα

πίσω και να επανέρχεται στην αφετηρία. Τα αίτια είναι πολλά και ο εντοπισμός

τους ίσως είναι πιο χρήσιμος από ψευδαισθήσεις και ευσεβείς πόθους.

Πρώτον, τα τετελεσμένα της βίας ποτέ δεν ανατρέπονται με ευχολόγια. Η δική μας

πλευρά, εν τούτοις, επί ένα τέταρτο του αιώνα επιζητεί να ανατρέψει αυτή την

ιστορική νομοτέλεια.

Δεύτερον, φαίνεται πως εισερχόμεθα σε αδιέξοδο. Κάθε νοητή «λύση» του

Κυπριακού θα είναι «βόμβα του μέλλοντος»: 1) Η Τουρκία δεν αποδέχεται ένα

βιώσιμο κυπριακό κράτος. 2) Εδώ και πολλές δεκαετίες, η στρατηγική των Άγγλων

και Αμερικανών επεξεργάζεται την εθνική απονεύρωση Τουρκοκυπρίων και

Ελληνοκυπρίων με στόχο τη δημιουργία μιας νέας «κυπριακής συνείδησης» που θα

νομιμοποιεί, δήθεν, τη «νέα» κυπριακή εξουσία. Εκτός άλλων ευνόητων

αντιρρήσεων, αυτές οι ερασιτεχνικές αγγλοσαξονικές κουτοπονηριές, ενώ βολεύουν

εφήμερα συμφέροντα, δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις που αντιμάχονται μια

βιώσιμη λύση. 3) Η χειρίστη όλων των «λύσεων», δηλαδή η «ένωση» των δύο

«κομματιών» με τις δύο μητροπόλεις είναι επίσης «ανέφικτη». Αυτό επειδή δύο

πάγιοι στρατηγικοί στόχοι της Άγκυρας (οι οποίοι για τον μέσο Τούρκο πολίτη

είναι «δίκαιοι» και θεμιτοί στόχοι) είναι, πρώτον, ο έμμεσος ή άμεσος έλεγχος

όλης της Κύπρου και, δεύτερον, η μακρόχρονη «προσαρμογή» της Ελλάδας στις

τουρκικές ηγεμονικές επιδιώξεις. Αυτές οι επιδιώξεις, λόγω δικών μας λαθών ή

παραλείψεων, βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις δυτικές αντιλήψεις για την

περιφερειακή τάξη πραγμάτων στη μεταψυχροπολεμική εποχή. 4) Ακόμη και η «λύση»

της «αναμονής» είναι πλέον ανέφικτη: παγιδευμένοι επί μακρόν σε ρητορικές

διακηρύξεις και ερασιτεχνικούς χειρισμούς, το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα όλοι

μάς καλούν (οι 8 ισχυροί μόλις προχθές) να «συμβιβαστούμε», δηλαδή να

διαλύσουμε το κυπριακό κράτος και να δημιουργήσουμε ένα πειραματικό κρατικό

έκτρωμα.

Τρίτον, ουσιαστικά η μοναδική «στρατηγική» μας επί ένα τέταρτο του αιώνα

συνίσταται στην επίμονη και κουραστική επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και των

«δικαίων μας». Πρόκειται για εξόφθαλμα λανθασμένη και τραγικά αντιπαραγωγική

προσέγγιση: δεν υπάρχουν διεθνώς αποδεκτά κριτήρια για το τι είναι λάθος ή

ορθό στις διακρατικές διενέξεις και δεν υπάρχει ανεπτυγμένη διεθνής έννομη

τάξη προορισμένη να αναιρεί τα τετελεσμένα. Είναι αφελές, εξάλλου, να

αναμένουμε από την Τουρκία ­ ή οποιοδήποτε άλλο κράτος ­ να επιδείξει

αλτρουισμό και αυταπάρνηση που θίγει τα εθνικά τους συμφέροντα όπως αυτοί τα

αντιλαμβάνονται.

Τέταρτον, ένα σταθερό λάθος, απόρροια της κρατούσας περιρρέουσας διεθνιστικής

και κοσμοπολίτικης συμβατικής σοφίας των τελευταίων δεκαετιών, είναι η

απλουστευτική εξίσωση των διαπροσωπικών με τις διακρατικές σχέσεις. Η ατυχής

αντιπαλότητα Ελλάδας – Τουρκίας των τελευταίων δεκαετιών οφείλεται όχι σε

ενέργειες ή παραλείψεις κάποιων ατόμων, αλλά στις αναθεωρητικές και ηγεμονικές

συμπεριφορές των τουρκικών κυβερνήσεων με τις οποίες ο μέσος Τούρκος πολίτης

συμφωνεί πλήρως. Μόνο αν, σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, ελεγχθούν

αποτελεσματικά οι τουρκικές ηγεμονικές επιδιώξεις θα υπάρξουν συνθήκες γνήσιας

και ισόρροπης ανάπτυξης των οικονομικών και πολιτισμικών σχέσεων μεταξύ

Ελλήνων και Τούρκων.

Τέλος, έστω και αν αυτή η θέση αντιβαίνει στην κρατούσα συμβατική σοφία, είναι

ίσως χρήσιμο να τονιστεί πως η σταθερότητα και η ειρήνη στις σχέσεις Ελλάδας –

Τουρκίας συναρτάται λιγότερο με τα συμφέροντα της αμερικανικής διπλωματίας ­

της οποίας συχνά καταντούμε παράρτημα δημοσίων σχέσεων σε βαθμό που θα

διαφωνούσε ακόμη και ο μακαρίτης Παναγιώτης Πιπινέλλης ­ και περισσότερο με τη

διασφάλιση μακρόχρονης ισορροπίας δυνάμεων και συμφερόντων που αποτρέπει τον

τουρκικό αναθεωρητισμό. Είναι συνάρτηση, επίσης, βιώσιμων λύσεων στην Κύπρο

και απουσίας τουρκικών διεκδικήσεων στα υπόλοιπα «μέτωπα» που, κατά καιρούς,

μονομερώς η Άγκυρα δημιουργεί.

Αν δεν κατανοήσουμε αυτά τα απλά πράγματα, ο «βράχος των σχέσεων Ελλάδας –

Τουρκίας» όχι μόνο θα κατρακυλά ξανά και ξανά στην αφετηρία, αλλά θα μας

καταπλακώνει ό,τι και να σημαίνει αυτό.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών , Πάντειο Πανεπιστήμιο & Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή

Πολιτική Ολοκλήρωση