Το κλίμα νευρικότητας που χαρακτηρίζει τις τελευταίες εβδομάδες τις

παγκόσμιες αγορές κεφαλαίων φαίνεται ότι θα έχει άμεση επίπτωση και στην

ελληνική αγορά.

Το μήνυμα που έστειλε την προηγούμενη Πέμπτη, από το Κογκρέσο, ο πρόεδρος της

FED κ. Α. Greenspan, σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη για περιορισμό του υψηλού

ρυθμού αύξησης της εγχώριας ζήτησης απαιτεί μια μεγάλη αύξηση των πραγματικών

επιτοκίων στο άμεσο μέλλον, ουσιαστικά λύνει τα χέρια του διοικητή της

Τραπέζης της Ελλάδος κ. Λουκά Παπαδήμου να ασκήσει τη σφικτή πολιτική

επιτοκίων που θεωρεί απαραίτητη, προκειμένου να οδηγήσει χωρίς περιπλοκές την

ελληνική οικονομία στην ΟΝΕ.

Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας τον τελευταίο καιρό παρακολουθεί με

ιδιαίτερο σκεπτικισμό την εξέλιξη ορισμένων στοιχείων της ελληνικής

οικονομίας. Πρόκειται για:

*Τη δυσκολία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού εξαιτίας των πιέσεων που προκαλεί η

διατήρηση των τιμών του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές σε υψηλά επίπεδα. Αν

και η εξέλιξη αυτή δεν δημιουργεί προβλήματα στη διαδικασία ένταξης στην ΟΝΕ,

εν τούτοις μπορεί να εξελιχθεί σε πονοκέφαλο για την μετέπειτα πορεία της

ελληνικής οικονομίας.

* Τη συνεχιζόμενη εκροή κεφαλαίων που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη διαδικασία

προσαρμογής της τρέχουσας ισοτιμίας της δραχμής προς την κεντρική ισοτιμία.

Το πρόβλημα του πληθωρισμού ασφαλώς δεν είναι μόνον ελληνικό, θα αποτελέσει,

σύμφωνα μ’ όλες τις ενδείξεις, το ισχυρότερο επιχείρημα της κεντρικής τράπεζας

στην προσπάθειά της να προχωρήσει είτε σε οριακή μείωση των επιτοκίων είτε σε

καθήλωσή τους και τον Μάρτιο.

Επιχείρημα

Άλλωστε, τα μηνύματα που πήρε την προηγούμενη εβδομάδα ο διοικητής της

κεντρικής τράπεζας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα αποτελέσουν το

ισχυρότερο επιχείρημά του στην προσπάθειά του να ακολουθήσει την πολιτική των

υψηλών πραγματικών επιτοκίων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι σε

πρόσφατη σφυγμομέτρηση το σύνολο των Ευρωπαίων οικονομολόγων προσδοκά ότι

μέχρι τέλος Ιουνίου θα γίνει αύξηση των επιτοκίων. Η σφυγμομέτρηση αυτή σε

συνδυασμό με τις θέσεις που εξέφρασε η πρόεδρος της Bundesbank για αυξημένη

ρευστότητα στη γερμανική οικονομία, ουσιαστικά ενισχύουν την εκτίμηση που

διατυπώνεται από πολλούς Ευρωπαίους οικονομικούς αναλυτές, σύμφωνα με την

οποία μέχρι το τέλος του 2000 τα θεσμικά επιτόκια της ζώνης του ευρώ θα είναι

κατά 1 μονάδα υψηλότερα από τα τωρινά. Έτσι, τα περιθώρια αποκλιμάκωσης του

βασικού επιτοκίου παρέμβασης της κεντρικής τράπεζας περιορίζονται σημαντικά.

Πάντως, πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράμετροι που μπορούν να επηρεάσουν τόσο

τις αποφάσεις όσο και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους.

Οι εκλογές

Ο πρώτος παράγοντας αφορά τις εκλογές και την αναμφισβήτητη επιθυμία του

οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να εμφανίσει μία σημαντική αποκλιμάκωση

του κόστους χρήματος την προεκλογική περίοδο, η οποία μπορεί να επιδράσει

θετικά τόσο στο Χρηματιστήριο όσο και στους δανειολήπτες. Ο δεύτερος

παράγοντας εντοπίζεται στην επιθυμία μέχρι τέλος Ιουνίου το επιτόκιο

παρέμβασης να κινείται στα επίπεδα του 7%, περίπου.

Από την άλλη πλευρά, η κεντρική τράπεζα διαπιστώνει πως τις τελευταίες

εβδομάδες σημειώνεται μία περιορισμένη μεν, αλλά συνεχής εκροή συναλλάγματος,

η οποία μπορεί να προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις τους επόμενους μήνες εν

όψει:

Πρώτον, της προσαρμογής της τρέχουσας ισοτιμίας της δραχμής προς την

κεντρική της ισοτιμία.

Δεύτερον, τυχόν αλλαγής του επενδυτικού προτύπου που θα συνδυάζεται με

αύξηση επενδύσεων σε τίτλους του εξωτερικού.

Η διαπίστωση αυτή όπως είναι φυσικό, καθιστά την Τράπεζα της Ελλάδος ιδιαίτερα

προσεκτική στην πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων της.

Οι τραπεζίτες

Πάντως, οι προθέσεις του κ. Παπαδήμου αναμένεται να διαφανούν στη σημερινή

συνάντηση που θα έχει με τους επικεφαλής των εμπορικών τραπεζών. Η συνάντηση

αυτή αν και θα έχει ως κύριο θέμα τα βήματα που απαιτούνται για την προσαρμογή

στο ενιαίο νόμισμα, εν τούτοις θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα δώσει την αφορμή

για να παρουσιασθούν οι προτεραιότητες που έχει θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος

στη νομισματική πολιτική που θα ασκήσει μέχρι το τέλος του 2000.