Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ποιο ρόλο παίζει άραγε η κοινωνική καταγωγή ενός ανθρώπου και η παιδεία που

του παρέχεται μέχρι το τέλος της εφηβείας για τη μετέπειτα εξέλιξή του; Μέχρι

ποιου σημείου η διαδρομή είναι προδιαγεγραμμένη και πόσο ευρέα είναι τα

περιθώρια που επιτρέπουν πτώσεις, ανόδους, αποστασίες και γενικότερα την

πλεύση προς κατευθύνσεις διαφορετικές από τις αρχικά αναμενόμενες;

Η περίπτωση του Γκίκα, οριακή από κάθε άποψη, κατ’ αρχήν δίνει την εντύπωση

ότι η εξέλιξή του είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό απόρροια της τάξης του και των

προνομίων που αυτή του εξασφάλισε.

Γιος του ναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου (από ναυτική οικογένεια των Ψαρών,

η οποία συμμετείχε στην εξέγερση του 1770) και της Ελένης Γκίκα (εγγονής του

Γεωργίου Αντωνόπουλου, συμβούλου του Δ. Υψηλάντη και οπλαρχηγού, αργότερα

δημογέροντα Ναυπλίου, ο οποίος συμμετείχε στην πολιορκία και άλωση της

Τριπολιτσάς) μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που του παρείχε, ως κάτι το αυτονόητο,

την οικονομική άνεση και τη συναναστροφή με σημαντικά πρόσωπα της εποχής. Ο

πατέρας του, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1909 και αρχικά

ήταν υποστηρικτής του Βενιζέλου, κατέληξε φανατικός αντιβενιζελικός στα μέσα

της δεκαετίας του ’20 και πολιτεύθηκε με τον Τσαλδάρη. Τη Γερμανίδα νταντά που

έμενε στο πατρικό σπίτι και τους ιδιωτικούς δασκάλους που του παρείχαν την

πρώτη παιδεία διαδέχθηκαν πρώτα το εκπαιδευτήριο Μακρή, μετά το παρισινό

Λύκειο Janson de Sailly στο Passy, ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής με τον Παρθένη

(για τα οποία μεσολάβησε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου), τέλος, η Λεόντειος στην

Αθήνα (απ’ όπου αποφοίτησε το 1923) και σπουδές γαλλικής φιλολογίας,

αισθητικής και ελληνικής φιλολογίας για μικρό διάστημα στη Σορβόννη. Η γερή

αυτή κατάρτιση άφησε τα χνάρια της στα γραπτά τού Γκίκα, στη μεθοδικότητα με

την οποία πραγματεύεται το κάθε θέμα του και στους ευρωπαϊκούς ορίζοντες που

οριοθετούν τον κόσμο του. Τα κείμενα των διαλέξεων που είχε κατά καιρούς

δώσει, πότε προγραμματικά, πότε διδακτικά («Η γέννηση της νέας τέχνης», 1947,

«Αποκατάσταση της ελληνικότητας», 1949, η «Τέχνη της Κίνας», 1957), έρχονται

σίγουρα πίσω από εκείνα που έγραψε με βάση την άμεση παρατήρηση και εμπειρία,

γεμάτα αισθαντικότητα και μια γοητευτική ικανότητα περιγραφής («Λόγος για την

Ύδρα»), περιγραφές από το ταξίδι στην Ινδία, «Σκόρπιες σημειώσεις», «Το χαλί

όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο» κ.ά.

Η οικονομική άνεση της οικογένειάς του (σημαντικά ακίνητα στην καρδιά της

Αθήνας και ένα μεγάλο πακέτο μετοχών της ΑΓΕΤ, που είχε ιδρύσει ο θείος του

Ανδρέας Χατζηκυριάκος, πρόεδρος για πολλά χρόνια του Συνδέσμου Ελλήνων

Βιομηχάνων και υπουργός Εθνικής Οικονομίας της κυβέρνησης της 4ης Αυγούστου)

τού επέτρεψε να ταξιδέψει και να αποκτήσει μια μοναδική για τα ελληνικά

πράγματα εικαστική παιδεία.

Από το 1924, που θα αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα στην Academie Ranson,

μέχρι το 1934, θα ζήσει στο Παρίσι, όπου θα κάνει και την πρώτη ατομική έκθεση

στην Gallerie Percier, το 1927. Πρώτη έκθεση στην Αθήνα, στην Αίθουσα

Στρατηγόπουλου το 1928. Ένα χρόνο μετά παντρεύεται την Αντιγόνη («Τίγκη»)

Κοτζιά. Συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Το 1933

εκθέτει 20 λάδια στην Γκαλερί Vavin-Raspail και ένα χρόνο αργότερα στην

γκαλερί του περιοδικού «Cahiers d’ Art», που εξέδιδε ο Χρίστος Ζερβός,

παρουσιάζει γλυπτά και λάδια του μαζί με έργα τών Arp, Helion και Taeuber-Arp.

Το 1935 εκθέτει μαζί με τον Γουναρόπουλο και τον Τόμπρο 61 έργα του στην

Αίθουσα Λέσχης Καλλιτεχνών. Τον ίδιο χρόνο ο Anatole Jakovski ανάμεσα στα 23

χαρακτικά κορυφαίων Ευρωπαίων καλλιτεχνών εκείνης της εποχής συμπεριλαμβάνει

στο Album που εκδίδει στο Παρίσι και ένα του Γκίκα. Είναι η δεύτερη μεγάλη

αναγνώριση διεθνούς σημασίας.

Μια ομάδα φίλων εκδίδει το περιοδικό «Το 3ο μάτι» (διευθυντής Στρατής Δούκας,

επιμέλεια έκδοσης Πικιώνης, Γκίκας, Παπαλουκάς, Καραντινός, αλλά τη δουλειά

την επωμίζονται οι δύο πρώτοι). Θα κυκλοφορήσουν τέσσερα τεύχη ανάμεσα στον

Οκτώβριο του 1935 και του 1937, που θα αποτελέσουν, παρ’ όλο τον συγκρατημένο

ριζοσπαστισμό τους, μια πετριά στον βάλτο της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας

εκείνων των χρόνων. Τον Ιανουάριο του 1938 δημοσιεύει στο περιοδικό «Το Νέον

Κράτος», θεωρητικό όργανο της μεταξικής δικτατορίας, τη μελέτη του «Περί

ελληνικής τέχνης». Κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το «Όπως αγαπάτε» του

Σαίξπηρ, που ανεβάζει ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1937. Η ενασχόληση

αυτή με το θέατρο θα τον απασχολήσει αρκετά και στο μέλλον («Η ζήλεια του

Barbouille» του Μολιέρου για τη Νέα Δραματική Σχολή στο Θέατρο Ολύμπια το

1938, «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στο Εθνικό το 1951, παράσταση που θα ανέβει και

στην Comedie-Francaise το 1952, «Περσεφόνη» του Stravinsky στο Covent Garden

το 1961 κ.ά.). Το 1941 ο Γκίκας είναι υποψήφιος με άλλους 16 καλλιτέχνες

(ανάμεσα στους οποίους είναι ο Απάρτης, ο Γουναρόπουλος, ο Βιτσώρης, ο

Παπαλουκάς και ο Κόντογλου) για την έδρα ελευθέρου σχεδίου στη Σχολή

Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Η επιτροπή (Εμμ. Κριεζής, Α. Δημητρακόπουλος

και Α. Κιτσίκης) «εντοπίζει» τούς Βιτσώρη, Γουναρόπουλο, Παπαλουκά και Γκίκα

και «προτιμά ομόφωνα» τον Γκίκα «διά την εξέλιξιν ολοκλήρου του έργου τού

οποίου», γράφει στην έκθεσή της, «θα ήτο δυσχερές να ομιλήσει, αφού το

πλείστον εξετέθη και ευρίσκεται εις Παρισίους όπου ο καλλιτέχνης ούτος

συγκατελέγετο μεταξύ των κυριοτέρων εργατών της νέας τέχνης και όπου η αξία

και η Ελληνικότης των αρετών του είχεν αναγνωρισθή από τους πλέον

διακεκριμένους των συγχρόνων τεχνοκριτών» (15.11.1941).

Μελετώντας με φόντο το λιμάνι της Ύδρας

Στις 27 Ιουλίου 1943 διορίζεται από τον Νικόλαο Λούβαρη, υπουργό Παιδείας της

κυβέρνησης Ιωάννου Ράλλη, μέλος της επιτροπής «ενισχύσεως και προστασίας των

πνευματικών και ηθικών αρχών της χώρας». Το 1950, μαζί με τους Γεωργιάδη,

Ζαΐρη, Μπουζιάνη, Σοφιανόπουλο, Απάρτη και Τάσσο εκπροσωπεί την Ελλάδα στην

Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1958 χωρίζει με την Τίγκη και τρία χρόνια αργότερα

παντρεύεται την Barbara Judith Hutchinson, σύζυγο σε πρώτο γάμο του Victor

Rothschild και σε δεύτερο του Rex Warner, φίλου τού Γκίκα από τότε που ήταν

διευθυντής του Βρετανικού Ινστιτούτου. Το 1968 η Whitechapel Gallery του

Λονδίνου οργανώνει μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του. Η Ακαδημία Αθηνών τού

απονέμει το 1970 το Αριστείον Καλών Τεχνών και στις 17 Φεβρουαρίου του 1972

τον εκλέγει τακτικό μέλος της (διορισμός με Προεδρικό Διάταγμα στις 23

Ιανουαρίου 1974). Τον Μάιο του 1973 το ζωγραφικό του έργο (164 πίνακες)

παρουσιάζεται πανηγυρικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1975 συμμετέχει στην

έκθεση που οργανώνεται στα πλαίσια του «Ελληνικού Μήνα στο Λονδίνο», στην

Γκαλερί Wildenstein: «Four Painters of 20th century Greece: Theophilos,

Kontoglou, Ghikas, Tsarouchis», ενώ τον επόμενο χρόνο θα κάνει αναδρομική στην

ίδια γκαλερί. Το 1988 η Royal Academy of Arts του Λονδίνου τον εκλέγει μέλος

της και οργανώνει προς τιμήν του μεγάλη αναδρομική έκθεση.

Ήδη από το 1987 είχε αποφασίσει να δωρίσει την πολυκατοικία της οδού Κριεζώτου

και τα πάσης φύσεως κινητά αντικείμενα (πίνακες, έργα τέχνης, έγγραφα, βιβλία,

έπιπλα) στο Μουσείο Μπενάκη υπό τον όρο ότι θα διατηρηθεί ως εκθεσιακός χώρος

επισκέψιμος από το κοινό με τον τίτλο «Οικία και Μουσείον

Χατζηκυριάκου-Γκίκα». Τον Απρίλιο του 1991, τρία χρόνια πριν πεθάνει, έγιναν

τα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης των έργων του στον οριστικά διαμορφωμένο χώρο

του σπιτιού του. Ο Γκίκας, με το να μην είναι νεόπλουτος, με το να συχνάζει

επί δεκαετίες σε σπίτια Γάλλων και Άγγλων μεγαλοαστών και αριστοκρατών και με

εφόδιο τη δική του στέρεη αστική παιδεία και γούστο, εξόπλισε τα ατελιέ και τα

σπίτια όπου έμενε κατά τρόπο εξαιρετικό. Έτσι, ως αντίβαρο στην εγκληματική

καταστροφή του σπιτιού τού Παρθένη και στην τραγική εγκατάλειψη του χώρου όπου

στεγαζόταν η Συλλογή Κουτλίδη, η Αθήνα (που είχε ήδη τα σπίτια όπου έζησε ο

Μπουζιάνης, ο Τσαρούχης και ο Γουναρόπουλος) απέκτησε ακόμη ένα σπάνιο μνημείο

που καθρεφτίζει τη ζωή και τα ιδανικά μιας εξέχουσας καλλιτεχνικής

φυσιογνωμίας. Οι μεγάλες επιτυχίες του Γκίκα στο εξωτερικό οδήγησαν τους

Έλληνες θαυμαστές του σε αξιολογήσεις υπέρτατης ακρότητας. Ανακηρύχθηκε

«Πρύτανις των Ελλήνων καλλιτεχνών» και «Κορυφή της νεοελληνικής και της

ευρωπαϊκής ζωγραφικής του αιώνα μας!» Η πραγματικότητα είναι κάπως

διαφορετική. Κατ’ αρχήν, βέβαια, ο Γκίκας ουδέποτε υπήρξε ή θεωρήθηκε εκτός

Ελλάδος «κορυφή της ευρωπαϊκής ζωγραφικής». Και το ενδιαφέρον είναι ότι η

διεθνής αναγνώρισή του έχει περιορισμένα εθνικά όρια. Ο Γκίκας

προσανατολίζεται από μικρός, από τους δικούς του, παρά τη Γερμανίδα Fraulein,

προς τη Γαλλία. Η πρώτη φάση της καλλιτεχνικής εξέλιξής του είναι γαλλική και

κρατάει είκοσι συναπτά έτη: ο Γκίκας θεωρείται και προβάλλεται ως μέλος της

Ecole de Paris. Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Γκίκας εξέθεσε στο

εξωτερικό μόνο στη Γαλλία, ενώ συμμετείχε σε μια περιοδεύουσα έκθεση της Ecole

de Paris σε Ζυρίχη, Οτάβα και Νέα Ορλεάνη.

Άρθρο του Γκίκα «Περί ελληνικής τέχνης» στο θεωρητικό όργανο της μεταξικής

δικτατορίας «Το Νέον Κράτος», Γενάρης 1938 – Ο Γκίκας σε ηλικία 10 περίπου

ετών, έτοιμος για μια λαμπρή σταδιο-δρομία

Η κατάσταση αλλάζει ριζικά μετά τα Δεκεμβριανά και την εμπλοκή των Άγγλων στην

Ελλάδα. Το Foreign Office πιέζει το Βρετανικό Συμβούλιο να ανοίξει ένα

πολιτιστικό κέντρο στην ελληνική πρωτεύουσα, αποδεχόμενο την άποψη ότι η

Ελλάδα «είναι μία από τις δύο χώρες της Ευρώπης στις οποίες είναι ιδιαίτερα

σημαντικό για μας να επηρεάσουμε την κοινή γνώμη και είναι ενάντια στο γενικό

μας συμφέρον να καθυστερεί περαιτέρω η λειτουργία ενός Βρετανικού Ινστιτούτου

στην Αθήνα» (έγγραφο στο Public Record Office). Έτσι αρχίζει τη λειτουργία του

το Βρετανικό Ινστιτούτο στο κτίριο της Πλατείας Κολωνακίου, οι πολιτιστικές

δραστηριότητες του οποίου ήταν τότε εντυπωσιακές: εκθέσεις ζωγραφικής,

διαλέξεις, η «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», ένα από τα αξιολογότερα περιοδικά που

κυκλοφόρησαν ποτέ στη χώρα μας (1945-1955). Ο Γκίκας γρήγορα έγινε στενός

φίλος με τους Βρετανούς διπλωμάτες και υπευθύνους του Βρετανικού Ινστιτούτου:

τον Woodhouse, αρχηγό της βρετανικής αποστολής στην Αθήνα μετά την Κατοχή, τον

Rex Warner, διευθυντή του Βρετανικού Ινστιτούτου μέχρι το καλοκαίρι του 1947,

τον πρέσβη της Αγγλίας στην Ελλάδα από το 1946 Clifford Norton και τη γυναίκα

του, η οποία είχε παλαιότερα γκαλερί στο Λονδίνο και η οποία όχι μόνο θα

αγοράσει αρκετούς πίνακές του, αλλά κυρίως θα μεσολαβήσει για να οργανωθούν

εκθέσεις στην Αγγλία και να αγοραστούν έργα του από Βρετανούς συλλέκτες. Έτσι,

το British Council τον καλεί να συμμετάσχει σε δύο εκθέσεις στο Λονδίνο που

οργανώνει το ίδιο στις αρχές του 1946 (μία σε συνεργασία με τη Royal Academy

15.2-17.3.1946 «Exhibition of Greek Art 3000 Β.C. – Α.D. 1945» και μία στο

Greek House, 1-15 Μαρτίου). Τέλος, από τις 15 μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1946, το

Βρετανικό Συμβούλιο οργανώνει στην Αθήνα αναδρομική έκθεση 42 πινάκων του. Από

αυτήν τη χρονιά αρχίζει η βρετανική περίοδος του Γκίκα, που θα κρατήσει μέχρι

τον θάνατό του και θα σταθεί ισοδύναμη δίπλα στη γαλλική, αν δεν την

επισκιάσει, ενώ θα παραμείνει ουσιαστικά άγνωστος στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Η από κάθε άποψη οριακή περίπτωση του Γκίκα εντοπίζεται και στην πρόσληψή του:

κανένας άλλος Έλληνας καλλιτέχνης του 20ού αιώνα δεν είχε μια τόσο αισθητή

παρουσία σε καλλιτεχνικά κέντρα όπως το Παρίσι και το Λονδίνο και σ’ αυτό το

γεγονός ήταν ίσως αναπόφευκτο να δοθούν διαστάσεις υπερβολικές από ορισμένους,

αν και τούτο έγινε για λόγους λιγότερο καλλιτεχνικούς και περισσότερο

κοινωνικούς και πολιτικούς. Πράγματι, το δεύτερο εξίσου οριακό φαινόμενο

εντοπίζεται στην αποδοχή τής «εξτρεμιστικής» για τα αθηναϊκά σαλόνια

ζωγραφικής του Γκίκα. Ο πρίγκιπας Νικόλαος, συνεπέστερος με τις πεποιθήσεις

του, είχε δηλώσει σ’ έναν δημοσιογράφο το 1927: «Είδα την έκθεσιν Γκίκα

(Χατζηκυριάκου). Τι τρομερά πράγματα! Δεν είναι μήτε κυβισμός, μήτε

φουτουρισμός, μήτε ιμπρεσιονισμός, μήτε σουρρεαλισμός, δεν ξεύρει κανείς τι

είναι. Είναι Χατζηκυριακισμός». Σε μια χώρα, όμως, όπου η άρχουσα τάξη

αναζητούσε απεγνωσμένα τίτλους ευγενείας για τη νομιμοποίησή της, η καταγωγή

τού Γκίκα ήταν ένα βασικό σημείο αναφοράς. Η άκρως συντηρητική ιδεολογία του

ήταν ένα δεύτερο. Αξίζει να αναφερθεί πως όταν ο Χένρι Τάσκα, πρέσβης των

Ηνωμένων Πολιτειών επί δικτατορίας και σταθερός υποστηρικτής των Ελλήνων

συνταγματαρχών, εξέθεσε τον Απρίλιο του 1974 τα ζωγραφικά του έργα στην

Ελληνοαμερικανική Ένωση, ο Χατζηκυριάκος έπλεξε το εγκώμιό του στα εγκαίνια

(με μία ομιλία που δημοσιεύθηκε «Thoughts on an exhibition of paintings by Mr.

Tasca»). Ο Γκίκας υπήρξε πράγματι οπαδός όλων των αυταρχικών καθεστώτων με

μόνη εξαίρεση το σταλινικό. Έτσι και η αποδοχή του υπήρξε ανάλογη: η

κομμουνιστική αριστερά κατήγγειλε προπολεμικά τον «μπουρζουά Χατζηκυριάκο» ως

εκπρόσωπο «της τέχνης της παρακμής», ενώ η άλλη πλευρά τον τίμησε με κάθε

τρόπο και αφορμή!

Ο Γκίκας, στη μέση, με τον Χένρυζ Μίλερ, αριστερά, και τον Λώρενς Ντάρελ,

δεξιά – Στο ατελιέ του, το 1954

Κατηγορήθηκε από πολλούς, και όχι άδικα, για τον εκλεκτικισμό του: «Υπήρξε

θύμα ενός υπερβολικά ενεργητικού και ενσυνείδητου εκλεκτικισμού», έγραψε γι’

αυτόν ο William Packer. To ζήτημα όμως είναι ότι αυτός ο εκλεκτικισμός είχε

σαφή όρια που, αν τα προσέξουμε, θα διεισδύσουμε και στην αισθητική του. Ο

Γκίκας κινήθηκε σταθερά μεταξύ του purisme ενός Le Corbusier, των διδαγμάτων

που έβγαλε ο Juan Gris από τον κυβισμό και της μετακυβιστικής ζωγραφικής του

Braque. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο λίγο τον απασχόλησε ο Picasso. Αυτή είναι

μια σταθερά στο έργο του που μπορούμε να την αποκαλέσουμε διακοσμητική, με την

καλύτερη σημασία αυτής της λέξης. Αυτή έδωσε μερικά κορυφαία έργα στην περίοδο

1952-1956, όπως το «Σκοπευτήριο» (Εθνική Πινακοθήκη), τις «Παρισινές στέγες»

(Συλλογή Κριεζώτου), τα «Σπίτια στο Παρίσι» (Εθνική Πινακοθήκη) και άλλα σε

ξένες κυρίως συλλογές, και στα χρόνια 1938-1939 και 1947-1948 μερικά

αριστουργηματικά νησιώτικα τοπία (το πιο γνωστό από αυτά είναι σίγουρα το

«Μεγάλο τοπίο της Ύδρας» του 1948, που ανήκε στον εφοπλιστή Γιάννη Καρρά),

όπου δίκαια ο Ελύτης ένιωσε «τη θέρμη του ήλιου και το βουητό του ανέμου να

αναδίνονται από τις απλές αυτές επιφάνειες με τα ασκητικά σχήματα». Ο αδηφάγος

χρόνος μπορεί να εξαφανίσει πολλά στο πέρασμά του, το τμήμα όμως αυτό της

παραγωγής τού Γκίκα νομίζω ότι θα μείνει ως μία υψηλή στιγμή της νεοελληνικής

ζωγραφικής. Όπως και ο ίδιος ο Γκίκας θα ξεχωρίζει ως ένας από τους ελάχιστους

συνδετικούς κρίκους της καλλιτεχνικής μας ζωής με τα ατελιέ του Παρισιού στα

χρόνια της ακμής τους.

Ο Νίκος Χατζηνικολάου είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.