Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που μαρτυρούν ότι η ΟΛΜΕ και το όλο στερέωμά της

βρίσκονται σε φάση μεταβατικότητας. Οι εξελίξεις που συμβαίνουν στο χάρτη της

θεσμικής μας εκπαίδευσης, αλλά και στα όρια του εκπαιδευτικού κινήματος

ανασυντάσσουν σε σημαντικό βαθμό τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του

συνδικαλιστικού μας φορέα.

Ήδη, υπάρχουν ενδογενείς μαρτυρίες μιας πορείας μετεξέλιξης. Το πρόσφατο 9ο

Συνέδριό μας εξέφρασε με τον πιο συμπυκνωμένο τρόπο αυτές τις διεργασίες. Για

πρώτη φορά δεν ψηφίσθηκαν θέσεις στην κορυφαία συλλογική λειτουργία του κλάδου

μας και μάλιστα σε περίοδο θεσμικής έντασης και κινητικότητας. Το νήμα της

«πολιτικής – εκπαιδευτικής μας αφήγησης» της δημοκρατικής φυσιογνωμίας μας

φαίνεται να αποδυναμώνεται, χωρίς ωστόσο να αντικαθίσταται από κάποια

συγκεκριμένου χαρακτήρα νέα πολιτική πλειοψηφική σύνθεση. Είναι αποκαλυπτικό

το γεγονός ότι στα ζητήματα που κυριάρχησαν και κυριαρχούν στην τρέχουσα

συγκυρία δεν υπάρχει συγκεκριμένη άποψη από τη διαμορφωμένη πλειοψηφία:

Επιλεκτικό σχολείο ή μαζικό; Ναι στην επετηρίδα ή όχι; Αξιολόγηση των

εκπαιδευτικών ή μη; Ενιαίο Λύκειο ή όχι;

Ένα δεύτερο στοιχείο, ιδιαίτερα σημαντικό για τη φυσιογνωμία του συνδικαλισμού

μας, είναι η περαιτέρω μείωση συμμετοχής των εκπαιδευτικών στις βασικές

λειτουργίες μας (ήδη η συμμετοχή άγγιξε νέο κατώφλι στο 42%). Το γεγονός αυτό

αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης γύρω από τις καταστατικές ανασυντάξεις της ΟΛΜΕ.

Το δίλημμα τίθεται αυτονόητα: θα καθορίσουν τις εξελίξεις εκείνες οι

αντιλήψεις που θέλουν μειωμένη τη συμμετοχή των καθηγητών για να «φαίνεται»

πιο μεγάλη η δική τους μειοψηφική παρουσία ή θα αντιστοιχηθούμε, με την

ενίσχυση των συλλογικών μας διαδικασιών, στην πραγματική ταυτότητα όλων των

εκπαιδευτικών; Θεωρώ πως η διαρκής ανάδειξη της παιδαγωγικής μας ευθύνης και

του δημόσιου προφίλ του εκπαιδευτικού υπηρετούνται μόνο με μια ουσιαστική

πλειοψηφική έκφραση, ει δυνατόν του συνόλου των καθηγητών.

Αυτές οι εσωτερικές διεργασίες του χώρου μας έχουν λίγη σημασία, όταν

εμφανίζουν πεδίο αναφοράς τα συνδικαλιστικά μας όρια. Θεωρώ μάλιστα πως σε μια

τέτοια περίπτωση δεν συνιστούν απλώς μια παραδοσιακού τύπου συντεχνιακή (έστω

κομψή) πρακτική, αλλά ιδιαίτερα σήμερα, στις νέες εποχές των κοινωνιών της

μάθησης, αποτελούν μια αναχρονιστική συμπεριφορά. Η πορεία μετεξέλιξης του

κινήματός μας αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να συνδεθεί ενεργά με τις ευρύτερες

κοινωνικές μεταβολές της δημόσιας εκπαίδευσής μας.

Ίσως, το πιο σημαντικό ερώτημα που τέμνει σήμερα την ελληνική κοινωνία στο

ζήτημα της εκπαίδευσης δεν είναι το δίπολο: δημόσιο σχολείο ή ιδιωτικό σχολείο

(εδώ και η απάντηση έχει κριθεί ιστορικά με απόλυτο τρόπο), αλλά αν η ελληνική

οικογένεια έχει τη δυνατότητα να στείλει το παιδί της στο φροντιστήριο! Και

εδώ, εμείς οι εκπαιδευτικοί έχουμε γίνει οργανικό μέρος του προβλήματος.

Το όλο νεφέλωμα της παραπαιδείας μάς εμπεριέχει σε σημαντικό βαθμό και

προδικάζει την όποια στρατηγική της δυναμικής του κλάδου μας. Πιστεύω πως

είναι καθοριστικό στοιχείο της μελλοντικής μας παιδαγωγικής και επαγγελματικής

μας πορείας η άρση αυτού του φαινομένου του παραλογισμού της παραπαιδείας.

Να σπάσουμε το κέλυφος σε ό,τι σήμερα περιορίζει και καθηλώνει τις μορφωτικές

ανάγκες και προτεραιότητες των νέων. Και εδώ είναι πεδίο μετεξέλιξης συνολικά

της κουλτούρας μας για το χαρακτήρα της γνώσης.

Κρίσιμος παράγοντας απελεθεύρωσης των δημιουργικών μας δυνάμεων είναι η

επίλυση των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος. Να δώσουμε τις μάχες για τις

σημερινές και αυριανές προκλήσεις και όχι για τις «διαφορές» του χθες.

Να αγωνιστούμε για τα μικρά και μεγάλα προβλήματα του σχολείου, με τρόπο

συγκεκριμένο και όχι διακηρυκτικό ενός γενικού πολιτικού λόγου. Να δώσουμε

λύσεις στα προβλήματα του κλάδου μας, γιατί μια τέτοια αποτελεσματικότητα

επιβεβαιώνει την αξία του συνδικαλισμού και δίνει μικρές αλλά σημαντικές

ανατάσεις στη διαρκή ενίσχυση του μορφωτικού μας ρόλου.

Σε περίοδο μαθησιακών εντάσεων, το εκπαιδευτικό μας κίνημα, για να δώσει τη

δική του παιδαγωγική κουλτούρα στις εξελίξεις, δεν μπορεί παρά να αποκτήσει

χαρακτηριστικά μορφωτικού ρεύματος. Απλουστεύοντας υπέρ το δέον τα πράγματα,

πιστεύω πως, αν καλλιεργήσουμε ισχυρά την αυταξία της γνώσης και οι πολίτες

κυκλοφορούν ως εραστές της αναζήτησης και της μάθησης, με ένα βιβλίο στο χέρι,

το σχολείο και ο κόσμος του θα έχουν βρει τη θέση που τους αρμόζει.

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ.