Ξεκαθαρίζεται από την αρχή: είναι ορθό και ωφέλιμο να συμμετέχουμε σ’ όλους

τους διεθνείς οργανισμούς, στην καλύτερη δυνατή θέση και διεκδικώντας σκληρά

τα συμφέροντά μας. Όμως, αυτό είναι το ένα πράγμα και το άλλο είναι να μη

γνωρίζουμε σε τι συμμετέχουμε, γιατί συμμετέχουμε και πώς εξελίσσεται η

συμμετοχή μας.

Η ΓΝΩΜΗ μου είναι ότι υπάρχει έλλειμμα συζήτησης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και

τις επιλογές μας. Ένα βλέμμα πέραν του ορίζοντα της καθημερινότητας δεν

βλάπτει. Κυρίως εάν με αυτό αντιληφθούμε πως η Κοινότητα της αλληλεγγύης και

της ισοτιμίας εξατμίζεται ­ και ίσως εξαφανιστεί ­ και πως σύντομα θα

αντικατασταθεί από σύστημα πολλαπλών ταχυτήτων και κατηγοριών συμμετοχής. Η

Τουρκία, μάλιστα, σε μερικά χρόνια ίσως βρεθεί με πιο συμφέρουσα συμμετοχή από

τη δική μας.

Εάν διατρέξουμε σχηματικά ­ αλλά, ως προς την ουσία με απόλυτη ακρίβεια ­ τις

εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, ίσως το αντιληφθούμε. Όταν άρχισε η

διαδικασία επανένωσης της Γερμανίας, έντρομοι οι τότε ηγέτες της Γαλλίας και

της Βρετανίας ταξίδεψαν στη Μόσχα για να διερευνήσουν τρόπους εξισορρόπησης

του μελλοντικού γερμανικού γίγαντα. Τα λόγια του Μιτεράν, όταν συνάντησε τη

Θάτσερ, είναι ενδεικτικά των τάσεων: «Σε στιγμές μεγάλου κινδύνου η Γαλλία και

η Βρετανία πάντοτε συμμαχούσαν». Σ’ άλλη περίπτωση, περίπου απελπισμένος,

δήλωσε πως «τα προβλήματα της γερμανικής ένωσης είναι πολλά, θα τα

αντιμετωπίσω καθώς θα επέρχονται». Ο Μιτεράν αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ

«εξισορρόπησης» και «εμβάθυνσης» (μια άλλη μετάφραση της λέξης «εμβάθυνση»

είναι «το χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις το φιλάς»). Όπως πολλοί αναλυτές

σημειώνουν, οι επόμενες κινήσεις του Μιτεράν ήταν σπασμωδικές και βιαστικές:

διακυβερνητική για την Πολιτική Ένωση, «εκβιαστική» σύνδεση της επανένωσης με

τη νομισματική ενοποίηση, προτάσεις για «Ευρωπαϊκή Αμυντική Ταυτότητα»

«(ξανα)αναβίωση» της ΔΕΕ, «Eurocorps», «Δύναμη Ταχείας Ανάπτυξης». Πολλοί

σχολίαζαν τότε: «Προσπαθεί να δέσει τον γερμανικό γίγαντα με τις κλωστές».

Άλλοι υποστήριξαν πως «είναι τρύπες στο νερό που διευκολύνουν τη γερμανική

ηγεμονία με οικονομικά μέσα».

Έκτοτε όλη η συζήτηση για ευρωπαϊκή άμυνα, για «εντός, εκτός και παραπλήσια

της Κοινότητας» κατάντησε θέατρο του παραλόγου ή ευκαιρία για ταξιδάκια

αναψυχής κυβερνητικών παραγόντων. Στην πραγματικότητα, το Λονδίνο και η

Ουάσιγκτον ασκούσαν πάντοτε πλήρη εποπτεία των εξελίξεων. Στο τέλος, η

παραδοσιακή βρετανική άποψη περί «Ατλαντικής Ευρώπης» επιβλήθηκε: το 1994 η

Ατλαντική Συμμαχία καλεί τους Ευρωπαίους να αναπτύξουν την «Ευρωπαϊκή Αμυντική

Ταυτότητα» εντός του ΝΑΤΟ και ιδρύει τις «Συνδυασμένες Κοινές Δυνάμεις

Κρούσης» που διευκολύνουν τις αμερικανικές επεμβατικές δραστηριότητες (ή, κατ’

άλλους, τις επεμβάσεις της… «διεθνούς κοινότητας»).

Η Γαλλία, λόγω εμμονής στην «ευρωπαϊκή αμυντική ταυτότητα», κινδύνευε να

απομονωθεί. Το Παρίσι, χωρίς να επηρεαστεί ο απόλυτος εθνικός έλεγχος των

πυρηνικών του όπλων, κάνει στροφή και σταδιακά προσεγγίζει το ΝΑΤΟ.

Το 1996 έχουμε τη Συμφωνία του Βερολίνου («χρησιμοποίηση των πόρων του ΝΑΤΟ»

για στρατιωτικές επεμβάσεις, όταν και εάν οι Ευρωπαίοι συμφωνούν μεταξύ τους).

Αφήνουμε κατά μέρος ερωτήματα του τύπου «επέμβαση ποιανού, πώς, γιατί, και σε

ποιες κρίσεις;» και στεκόμαστε σ’ άλλη πραγματικότητα: για να χρησιμοποιηθούν

οι πόροι του ΝΑΤΟ, προηγείται απόφαση του Συμβουλίου της Ατλαντικής Συμμαχίας,

δηλαδή το εγκρίνουν οι ΗΠΑ. Έκτοτε πολλοί ορθώς επεσήμαναν πως η Απόφαση του

Βερολίνου ήταν η ταφόπετρα της ευρωπαϊκής άμυνας. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν

ότι αυτή είναι η ουσία, αν και το θέατρο του παραλόγου περί «Ευρωπαϊκής

Άμυνας» συνεχίζεται.

Αλλού όλοι γνωρίζουν πως η Ευρώπη ταλανίζεται από μύρια διλήμματα και πως

ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί. Στην Ελλάδα, καθισμένοι στο βουνό των

ψευδαισθήσεών τους, κάποιοι ίσως να περιμένουν, ακόμη, τους Δανούς να

πολεμήσουν τους Τούρκους στα «νοτιανατολικά ευρωπαϊκά σύνορα». Για να

παραφράσω τον Σουηδό υφυπουργό Εξωτερικών (περί «κατάχρησης εξουσίας» και

ΟΝΕ), εδώ ίσως έχουμε κατάχρηση βαθμού υποτίμησης της ελληνικής νοημοσύνης για

την ευθύγραμμη, δήθεν, πορεία μας: εάν η Ελλάδα σφίξει το λουρί, σφίξει τα

δόντια και κλείσει τα μάτια, θα φθάσει τάχιστα σε νομισματικούς και αμυντικούς

παραδείσους. Το πιλάφι ίσως λείπει, αλλά αν ­ με κάποιον τρόπο ­ συναντήσουμε

εκεί την Τουρκία, θα το έχουμε και αυτό.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.