Στο ερώτημα τι είδους τέχνη είναι η πολιτική έχουν δοθεί πολλές και

διαφορετικές απαντήσεις. Ο Μπίσμαρκ, ο θεμελιωτής του νεώτερου γερμανικού

κράτους, έλεγε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, εννοώντας ότι εκείνο

που την χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα είναι ο ρεαλισμός και η αποτελεσματικότητα.

Να θέτει, δηλαδή, στόχους εφικτούς και να τους επιτυγχάνει.

ΤΟ ΝΟΗΜΑ της φράσης αυτής μπορεί, όμως, εύκολα να παρεξηγηθεί και να οδηγήσει

σε μια αντίληψη της πολιτικής ως απλής διαχείρισης. Παραγνωρίζεται τότε ότι η

πολιτική δεν είναι μόνο ή κυρίως η τέχνη του εφικτού, αλλά και η τέχνη του

επιθυμητού: να καθιστά, δηλαδή, τα επιθυμητά εφικτά. Να κάνει πράξη στον

ιστορικό χωροχρόνο εκείνα που επιθυμεί και έχει ανάγκη η ανθρώπινη κοινότητα.

Αναδεικνύοντας αυτό ακριβώς το νόημα της πολιτικής τέχνης, ο πρόεδρος της

Τσεχίας και γνωστός συγγραφέας, ο Βάστλαβ Χάβελ, τόνιζε πριν από λίγα χρόνια:

«Ας διδάξουμε τόσο τους εαυτούς μας όσο και τους άλλους ότι η πολιτική δεν

πρέπει να είναι η τέχνη του εφικτού, ιδίως αν αυτό σημαίνει την τέχνη του

καιροσκοπισμού, των υπολογισμών, της ίντριγκας, των μυστικών συμφωνιών και των

ελιγμών· αλλά ότι είναι η πολιτική επίσης η τέχνη του αδυνάτου, δηλαδή η τέχνη

τού να κάνουμε τόσο τους εαυτούς μας όσο και τον κόσμο καλύτερο».

Στο ίδιο πνεύμα, μια κορυφαία μορφή της σύγχρονης εποχής, ο Καρλ Μαρξ, έγραφε

στην 11η θέση του για τον Feurbach:

«Πολλοί φιλόσοφοι έχουν απλά ερμηνεύσει τον κόσμο, με διάφορους τρόπους· αλλά

το ζήτημα είναι να τον αλλάξεις». Με αυτή την περίφημη φράση, που έχει τεθεί

και ως επίγραμμα στο ταφικό του μνημείο στο κοιμητήριο του Highgate στο βόρειο

Λονδίνο, ο Μαρξ δεν αναφερόταν μόνο στη φιλοσοφία και την επιστήμη, αλλά και

στην πολιτική. Έθετε, μάλιστα, ως στόχο αμφοτέρων όχι μόνο να ερμηνεύουν και

να διαχειρίζονται τα πράγματα, αλλά και να τα αλλάζουν και να τα βελτιώνουν.

Αυτό είναι κάτι που φέρνει κοντά τη φιλοσοφία ή την επιστήμη με την πολιτική,

τη γνώση με την πράξη. Γιατί όταν η πολιτική απομακρύνεται από το πνεύμα, τη

λογική και την ηθική, γίνεται μια πράξη κυνική, ένα άνευ όρων και ορίων κυνήγι

του θησαυρού της εξουσίας. Ένα κυνήγι στο οποίο κυριαρχεί η τυφλή βία, η γυμνή

δύναμη, το ιδιοτελές συμφέρον και τελικά ο παραλογισμός.

Έτσι, όμως, ο κόσμος δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο, η πολιτεία δεν θα δει

του ήλιου το φως και των κακών δεν θα υπάρξει παύλα, επεσήμανε με τρόπο

ξεκάθαρο στο Ε’ κεφάλαιο της Πολιτείας του ο Πλάτων.

Η μόνη ελπίδα είναι, υποστήριζε, αν συμπέσει «δύναμίς τε πολιτική και

φιλοσοφία», πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε εάν «οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν

ταις πόλεσιν ή οι βασιλείς τε νυν λεγόμενοι και δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως

τε και ικανώς». Το περιεχόμενο της κατηγορικής προσταγής του Πλάτωνος ήταν ο

συγκερασμός της γνώσης και της ηθικής με τη δύναμη και τη δράση, όχι η

απομόνωση κι ο αποκλεισμός τους, που οδηγούν στην άγνοια και την παραφροσύνη

των κυβερνητών. Εκείνων που δεν τάσσουν άλλο σκοπό και δεν θυσιάζουν κανένα

μέσο για την παραμονή τους στην εξουσία.

Η πολιτική τους τέχνη γίνεται τότε μια τέχνη πανούργα, μια «μακιαβελική»

τεχνική διατήρησης της εξουσίας με κάθε μέσο και κάθε κόστος.

Όμως, τέτοιου είδους κυβερνητών τα έργα «πληρώνοντας η Χτίσις θα φρίξει», μας

έχει προειδοποιήσει έγκαιρα στο Προφητικόν του Άξιον Εστί ο Οδυσσέας Ελύτης.

Αντί για την απελευθέρωση του ανθρώπου και την κοινωνική ευημερία, «ταραχή θα

πέσει στον Άδη και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου».

Κοντολογίς, δεν είναι λίγα ούτε μικρά εκείνα που διακυβεύονται από την

πολιτική τέχνη ή μάλλον την κακοτεχνία.

Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.