Σπούδασε διακόσμηση, Οικονομικά και Φιλοσοφία. Δάνεισε τις γνώσεις του στη
φαντασία κι έφερε μια μικρή επανάσταση στον χώρο του επίπλου. Ο Γιώργος Πίτας,
δημιουργός μαζί με τους συνεργάτες του του «Κατοικείν», αντέταξε στην ελληνική
κατοικία του μέτριου γούστου, του σύνθετου και της κλειστής τραπεζαρίας, τα
έπιπλα πολλών δυνατοτήτων. Λιτά, ειρωνικά, με εικαστικές δόσεις, έπιπλα –
υποδοχείς των εμπειριών και των συναισθημάτων των ανθρώπων που τα
χρησιμοποιούν. Έπιπλα με επωνυμία, παρ’ όλο που ο ίδιος παραμένει πεισματικά
αντίθετος σε κάθε τι επώνυμο και υπέρμαχος της εγκυρότητας του συναισθήματος
και όχι της κοινωνικής αξίας. «Το σπίτι μας θέλω να είναι η Κιβωτός της ζωής μας».
|
|
ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ της Βάσως Κατράκη θα έχει σε λίγο μετακινηθεί από τον τοίχο,
απέναντι από τον καναπέ, στο καθιστικό του όμορφου, πλακιώτικου σπιτιού του.
Το κενό πιθανόν να καλύψει μια φωτογραφία αναμνήσεων από ένα νησιώτικο μπάλο
σε ρυθμούς πανηγυριού.
Δεν είναι που ο Γιώργος Πίτας δεν εκτιμά τη σπουδαία χαράκτρια. Κάθε άλλο!
Πάνω απ’ όλα, όμως, εκτιμά τα λάφυρα των εμπειριών και των συγκινήσεων της
ζωής του… «Το σπίτι μας είναι μια κιβωτός της ζωής μας. Ο μικρόκοσμός μας.
Γεμάτος μνήμες, ήχους, εικόνες, συγκινήσεις». Άποψη του πως το σπίτι δεν είναι
μουσείο, δεν μπορεί να είναι χώρος συλλογής πολύτιμων αντικειμένων,
σχεδιασμένων από κάποιους επώνυμους και τοποθετημένων με την ψευδαίσθηση ότι
έτσι το σπίτι αποκτά αξία, που βεβαίως δεν είναι άλλη από την αξία του
ονόματος του δημιουργού τους.
Γεμάτο συλλογές, φετίχ, ήχους, μυρωδιές και φαντασιώσεις, το σπίτι του. Πλάι
στην κλασική σκαλιέρα-βιβλιοθήκη και την τραπεζαρία με το πλεγμένο χόρτο από
τα σήματα κατατεθέν του «Κατοικείν» το ποδήλατο και η λερωμένη μπάλα του
7χρονου Κωνσταντίνου, που είναι άσος στην αριθμητική και ξεφτέρι στα ανέκδοτα
με τους Πόντιους. Στα ράφια και τις γωνιές, κλεμμένες από φωτογραφική μηχανή
στιγμές της οικογένειας και κάθε μέλους της ξεχωριστά, αντικείμενα που κάτι
έχουν να πουν, αποδείξεις ταξιδιών, κομμάτια ασύνδετα ή αταίριαστα πιθανόν για
το μάτι ενός στυλίστα, αλλά κολλημένα με την απόλαυση της ζωής για τους
ανθρώπους που ζουν τον χώρο. Της Ευτυχίας συμπεριλαμβανομένης, μιας
υπερκινητικής άσπρης γάτας, που έχει στη διάθεσή της τόσους καναπέδες και τόσα
τραπεζάκια όσα και η υπόλοιπη οικογένεια. «Το σπίτι δεν είναι για να βάζεις
μέσα αντικειμενικώς έγκυρα πράγματα, αλλά πράγματα που έχουν προσωπική
εγκυρότητα. Την εγκυρότητα του συναισθήματος και όχι της κοινωνικής αξίας. Και
μια και δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον ασφυκτικό, με τους ρυθμούς που μας
αναγκάζει να ζούμε, περιβάλλοντα χώρο, ας αλλάξουμε το σπίτι μας». Επιμένει να
βλέπει τα πράγματα του σπιτιού σαν λάφυρα εμπειριών και συγκινήσεων. Γι’ αυτό
και πιστεύει πως η επίπλωση πρέπει να είναι διακριτική, για να μπορεί να
υποδέχεται και να είναι συμβατή με όλα αυτά. «Αν η επίπλωση είναι κάποιου στυλ
ή έχει ενιαίο στυλ, είναι πολύ δύσκολο να παντρέψεις ετερογενή πράγματα.
Πάντως, σε καμία περίπτωση ένα σπίτι δεν μπορεί να μοιάζει με μια έκθεση
επίπλων, που όλα είναι στυλιζαρισμένα και αποστειρωμένα. Εξάλλου, κι ευτυχώς,
δεν είναι καν της μόδας η τρομοκρατία του ύφους».
ΧΩΡΟΣ ΣΙΩΠΗΣ
Φαντάζεται το σπίτι σαν ένα χώρο σιωπής. Σιωπής, που αναδύει ήχους, αλλά
εξουδετερώνει τις κραυγές. «Είναι τρομερό, αλλά στο μπακάλικο πας… μουσική,
στις τουαλέτες των αεροδρομίων, μουσική, στην ταβέρνα, μουσική, στο πλοίο,
μουσική. Πουθενά δεν υπάρχει θέση για τη δημιουργική σιωπή».
Οι σχέσεις του με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το τηλέφωνο και προ πάντων
με το κινητό τηλέφωνο ξεκινούν από το «ανύπαρκτες» και καταλήγουν στο
«κάκιστες». Μπορεί να επέλεξε τη συζυγία μιας δημοσιογράφου, αλλά έθεσε μέχρις
εκεί τα όρια της σχέσης του με αυτά τα μέσα. «Έρχομαι στο σπίτι μου για να
ζήσω στον μικρόκοσμό μου και η τηλεόραση και το ραδιόφωνο σε βγάζουν πάλι έξω
απ’ αυτά. Όσο για το τηλέφωνο… Είμαι γενικώς εναντίον, γιατί υποκαθιστά την
επικοινωνία που μεταβάλλεται μόνον σε ακουστική. Η έκφραση, το ύφος, το
βλέμμα, το χαμόγελο, χάνονται. Έχεις, ας πούμε, τη μάνα σου, μιλάς μια φορά
τον μήνα μαζί της και τάχα μου την έχεις δει. Το κινητό; Ακόμα χειρότερα».
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Άσχημη η σχέση του και με τις φωτογραφίες. Παρ’ όλο που και καλή μηχανή
διαθέτει και πολλούς και ακριβούς φακούς. «Όταν κουβαλάς μια φωτογραφική
μηχανή μαζί σου, το βάρος της απόλαυσης κάποιων πραγμάτων μετακινείται από τα
ίδια τα πράγματα στην αποτύπωσή τους. Λες, μια και το φωτογράφισα, πάμε
παρακάτω. Να βρίσκομαι, δηλαδή, κάπου με το καφεδάκι μου, τις εικόνες μου, να
βλέπω γλέντια, χορούς, πανηγύρια και αντί να κάθομαι να ρουφήξω αυτήν την
απόλαυση, σηκώνω τη μηχανή και φωτογραφίζω; Αν είναι δυνατόν. Το ίδιο ισχύει
και όταν με φωτογραφίζουν άλλοι. Το θεωρώ υποκριτικό να κοιτάξω τον φακό
φυσικά ή να υποδυθώ ότι δεν ξέρω πως με φωτογραφίζουν. Δηλαδή, από τη μια να
στήνομαι και από την άλλη να είμαι φυσικός…».
|
Η δημιουργικότητα μπορεί να έχει πολλά σχήματα και χρώματα
|
ΔΕΙΧΝΕΙ ευτυχής που η περίοδος που διανύουμε δεν ευνοεί την «τρομοκρατία του
ύφους». Νέα υλικά και νέες φόρμες και στον χώρο του επίπλου. «Οι καινούργιες
τάσεις αναδεικνύουν το πολυπροπυλένιο και το αλουμίνιο ως υλικά εύπλαστα που
μπορούν να χυθούν και να δημιουργήσουν ενδιαφέρουσες φόρμες. Τα έθνικ έπιπλα
ζουν και βασιλεύουν. Παρ’ όλα αυτά, το ξύλο παραμένει ένα κλασικά
αδιαφιλονίκητο και πολύτιμο, πλέον, υλικό».
Όμως, πώς αντιμετωπίζουν οι Έλληνες το θέμα της επίπλωσης της κατοικίας τους
και ποια είναι τα ιδιαίτερα γούστα που έχουν διαμορφώσει; Προτιμά να μιλήσει
συνολικότερα για εντός κι εκτός των συνόρων. «Μέχρι το ’60, υπήρχε η ανάγκη
ανοικοδόμησης σ’ όλη την Ευρώπη. Ο κόσμος ερχόταν από συνθήκες πολέμου και
πρωταρχικό του μέλημα υπήρξε η κάλυψη των αναγκών του». Μετά το ’60, περνάμε
στην πρώτη κοινωνία της κατανάλωσης. Υπήρχαν περισσότερα προϊόντα απ’ όσα
πραγματικά χρειαζόταν, άρα ο χρήστης έπρεπε με διάφορους τρόπους, ένας των
οποίων ήταν η διαφήμιση, να πειστεί να αγοράσει, καλύπτοντας μάλιστα και τις
κοινωνικές του ανάγκες: να δείξει δηλαδή ποιος είναι μέσω των αγορών του.
«Αυτό κράτησε μέχρι το ’90, οπότε αρχίζει μια νέα τάση. Λόγω της πληροφόρησης,
του ανοίγματος των συνόρων κ.λπ., οι χρήστες δεν καλύπτονται πίσω από το “πες
μου τι έχεις για να σου πω πού ανήκεις”. Κι εδώ παρουσιάζεται η εξής αντίφαση:
από τη μια έχουμε μια γενιά ανθρώπων που θέλει να καταναλώνει σύμβολα που την
προσομοιάζουν με κάτι άλλο (συνήθως με τις ανώτερες τάξεις) και από την άλλη
αυτούς που αντιστέκονται. Που δεν αρκούνται να καταναλώνουν το κοινωνικό
στάτους, αλλά θέλουν ταυτοχρόνως να καλύψουν και τις ανάγκες τους. Είναι
βιντεάς; Θέλει το ειδικό έπιπλο. Είναι συλλογέας; Θέλει κάτι ιδιαίτερο να
τοποθετήσει τις συλλογές του. Υπάρχει, δηλαδή μια αντίφαση. Από τη μια να
μπαίνεις στο κομμάτι του καταναλωτισμού και από την άλλη να θέλεις να καλύψεις
τις ειδικές σου ανάγκες».
Σ’ αυτήν ακριβώς την τάση στηρίχτηκε και η επιτυχία του «Κατοικείν».
Η έμπνευση, δηλαδή, της δημιουργίας επίπλων με δυνατότητες. Κόντρα στη
«δικτατορία» των γκουρού του σχεδίου, «αυτό είναι. Το παίρνεις και το
χρησιμοποιείς». Κόντρα στο σχέδιο των εταιρειών με ονοματεπώνυμο: «Σχεδιασμένο
από τη Sanyo». Τα προϊόντα της ομάδας, τυποποιημένα στην παραγωγή τους, ώστε
να είναι προσιτά στον καταναλωτή, προϋποθέτουν τη συνεργασία σχεδιαστών και
χρηστών, ώστε οι τελευταίοι να τα διαφοροποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους.
«Προϊόντα, με άλλα λόγια, που ενώ έχουν μια βιομηχανική λογική, το κοινό που
τα αγοράζει να θεωρεί ότι είναι ξεχωριστά».
Μια λογική, από την οποία ο Γιώργος Πίτας και οι συνεργάτες του δεν πρόκειται
να απομακρυνθούν ούτε τώρα, που η «παντρειά» τους με τη Neoset, έπειτα από
σύντομο συνοικέσιο, έχει ήδη δει το φως της δημοσιότητας. Ένας μύθος μαζί με
τη μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία στον χώρο του επίπλου ενώνουν τις δυνάμεις
τους. «Είναι για μας μια πρόκληση. Δύο εταιρείες με διαφορετική κουλτούρα και
φιλοσοφία. Η μία με τεχνοκράτες, βιομηχανικό σχεδιασμό, εγκαταστάσεις
παραγωγής και η άλλη με δικαίωμα στη διάκριση και την ταυτότητα. Εφόσον
δημιουργηθούν συνθήκες συμπληρωματικότητας και αλληλοκατανόησης των
διαφορετικών αξιών, πιστεύω ότι θα καταλήξουμε σ’ έναν ανεπανάληπτο όμιλο στον
χώρο του επίπλου, με κύριο άξονα την ελληνική παραγωγή και τον σχεδιασμό
προϊόντων για ευρύτερες κοινωνικές ομάδες».
|
Με τον γιο του Κωνσταντίνο: ταξίδι στις θάλασσες και τα όνειρα
|
ΟΤΑΝ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Γιώργος Πίτας επέστρεφε από το Παρίσι με
«προίκα» τις σπουδές του στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία (είχαν προηγηθεί
σπουδές διακόσμησης στη Σχολή Δοξιάδη), αλλά και την εμπειρία της νεανικής
ζωής στη γαλλική πρωτεύουσα, ο χώρος του επίπλου στην ελληνική αγορά
χαρακτηριζόταν από το μέτριο γούστο. «Το γούστο του σύνθετου και της
τραπεζαρίας που άνοιγε δύο-τρεις φορές τον χρόνο για τους ξένους μόνον. Έπιπλα
και απόψεις συντηρητικές αντανάκλαση της ίδιας της ζωής τότε».
Τότε ακριβώς σημειώνεται και η μαζική επιστροφή από διάφορες χώρες του
εξωτερικού νέων ανθρώπων, που αφού είχαν εκπληρώσει ένα κομμάτι του πολιτικού
τους «καθήκοντος» απέναντι στη δικτατορία, είχαν φύγει στο εξωτερικό για
μεταπτυχιακά και τώρα επέστρεφαν στην πατρίδα τους με άλλες παραστάσεις. Στην
περίπτωσή μας, με άλλες παραστάσεις του τρόπου κατοίκησης.
Ανάμεσά τους και ο Γιώργος Πίτας, που συναντά εδώ δύο-τρεις αρχιτέκτονες,
παρεισφρέει ως οικονομολόγος-διακοσμητής και φτιάχνουν την ομάδα του
«Κατοικείν». «Ερχόμενοι από τη Γαλλία επιχειρούμε να φτιάξουμε το λεγόμενο
“μοντέρνο έπιπλο”, που σημαίνει έπιπλα πιο λειτουργικά, πιο αντικομφορμιστικά,
με κάποια ειρωνεία, με υπαινιγμούς, με χιούμορ, με σκηνογραφικά ευρήματα».
Με άλλα λόγια, επιχειρούν να φτιάξουν τα έπιπλα της γενιάς των τριαντάρηδων.
Ποια ήταν αυτή η γενιά; Πώς ζούσε, τι ήθελε, τι της άρεσε, ποια ήταν τα
καταναλωτικά της πρότυπα; Σήμερα το μάρκετινγκ έχει τις απαντήσεις στα
αντίστοιχα ερωτήματα. Κάνει μια έρευνα αγοράς και κατευθύνει τις επιλογές στις
ανάγκες της. Τότε… «Τότε, ούτε ξέραμε τι σημαίνει μάρκετινγκ ούτε και μας
ενδιέφερε.
Ξεκινήσαμε από αυτό που άρεσε σ’ εμάς και ελπίζαμε ότι θα αρέσει και στους
άλλους. Δεν ήμασταν οι ακραιφνείς επιχειρηματίες. Ήταν η πάστα μας, πάστα
φιλοκαλίας. Σε αντίθεση με το μάρκετινγκ, που πιάνει τον μύθο που επικρατεί,
τον υποστηρίζει και στέκεται στην αγορά, εμείς είχαμε τον δικό μας μύθο. Κι
επειδή αυτός ταυτιζόταν με κάποιες ανάγκες, αυτό που προβάλαμε ταυτιζόταν μ’
αυτό που ακολουθούσε. Ήμασταν, τότε, μια πρωτοπορία. Η αγορά μάς ακολούθησε».
Ξεκίνησαν τέσσερις σχεδιαστές και τρεις μαστόροι. Κανένας τους δεν είχε
προσωπική ζωή. Μοναδικό τους μέλημα, το σχέδιο και η δημιουργία. Σε ποσότητες
ξεχειλίσματος, που βοηθούσαν να καλυφθούν όλες οι άλλες τρύπες στους άλλους
τομείς που σήμερα αποκαλούνται οικονομική διαχείριση, μπίζνες πλαν, κ.λπ.
«Βεβαίως, στην αρχή δεν σκεφτόμασταν να απευθυνθούμε σε πολλούς. Πέντε
καρέκλες… οκτώ καρέκλες. Αστεία ποσά». Το πρώτο τους έπιπλο, η περίφημη
βιβλιοθήκη-σκαλιέρα, που στη συνέχεια βρήκε κι άλλους μιμητές. Ένα έπιπλο που
έχει κλείσει είκοσι χρόνια ζωής στην ίδια κατά βάση λιτή, μινιμαλιστική
μορφή και που παρά τις θεωρίες του μάρκετινγκ ότι κάθε προϊόν έχει την αρχή
του, την κορύφωση και το τέλος του, αυτή συνεχίζει ακάθεκτη. «Αν υπάρχει
κάποια κάμψη, λέει σήμερα χαριτολογώντας ο κ. Πίτας, αυτή δεν είναι πρόβλημα
του προϊόντος, αλλά των χρηστών. Έχουν περιοριστεί οι χρήστες βιβλίων. Όταν
μετακομίζαμε εμείς, ως φοιτητές, παίρναμε τα βιβλία μας, άντε τα λίγα ρούχα
μας και το κρεβάτι μας. Τώρα κουβαλάνε πρώτα την τηλεόραση, τα στερεοφωνικά,
το βίντεο και μετά όλα τα άλλα…».
Ήταν μια εποχή τότε που με τους δασμούς που επιβάλλονταν στα ξένα προϊόντα
προστατεύονταν τα αντίστοιχα ελληνικά. Έτσι, γύρω στο 1990, η επιχείρηση που
είχε ξεκινήσει ως οικοτεχνία είχε γίνει μια μικρομεσαία επιχείρηση με εκατό
μαστόρους και είκοσι μαγαζιά. Πράγμα που, αντί να απελευθερώσει τις
δημιουργικές δυνατότητες της ομάδας, τις υποδούλωσε, γιατί «έπρεπε να κάνουμε
και τους μάνατζερ και τους εργολάβους και τους οικονομολόγους και να έχουμε
συναλλαγές με τις τράπεζες κ.λπ.». Από τη δεκαετία του ’90 ήρθαν τα δύσκολα.
Απελευθερώθηκαν οι εισαγωγές, ήρθαν καταπληκτικά προϊόντα από όλο τον κόσμο.
«Κι εμείς έχουμε να ανταγωνιστούμε την Ιταλία και τη Γαλλία, όπου δρουν
χιλιάδες σχεδιαστές, υπάρχει η τεχνολογία, γίνονται επενδύσεις, έρευνες αγοράς
κ.λπ. και όπου το δάνειο για μια επένδυση έχει 3% επιτόκιο, ενώ εδώ φθάνει
στις τράπεζες το 40%».










