Ζητούμε συγγνώμη από τους συμπολίτες μας που πανηγυρίζουν, αλλά δεν

συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους για τους Ολυμπιακούς του 2004.

Πρώτον, η οικονομική επιβάρυνση της χώρας προβλέπεται συντριπτική για τις

αντοχές της. Βεβαίως, οι αρμόδιοι μας βεβαιώνουν για το αντίθετο: Τα έξοδα δεν

θα ξεπεράσουν το 1,4 τρις. δραχμές, ενώ τα έσοδα θα φθάσουν, υποτίθεται, το

1,7 τρις. Άρα όχι μόνον δεν θα «μπούμε μέσα», αλλά θα έχουμε και οικονομικό

όφελος 300 δισ. δραχμών. Ήτοι 1 δισ. δολαρίων.

Θα μας επιτρέψουν να αμφιβάλουμε: Οι Ολυμπιακοί της Ατλάντα, όπου έγινε

εμπορευματοποίηση «αμερικανικών προδιαγραφών», απέφεραν κέρδος 215

εκατομμυρίων δολαρίων. Εμείς, που δεν έχουμε τη δυνατότητα των Αμερικανών στο

marketing και που διαφωνούμε με την εμπορευματοποίηση των αγώνων «μας», πώς

πιστεύουμε ότι θα επιτύχουμε… πενταπλάσιο κέρδος; Είναι πράγματι παράδοξο,

την ίδια ώρα που κατακεραυνώνουμε την εμπορευματοποίηση του Ολυμπιακού

Ιδεώδους, να (προ)ϋπολογίζουμε ότι θα υπερακοντίσουμε σε εμπορευματοποίηση

όλες τις προηγούμενες διοργανώσεις!

Πρόκειται, βέβαια, για υποτίμηση δαπανών και υπερτίμηση εσόδων. Κάτι απολύτως

συνηθισμένο ­ σχεδόν ενδημικό ­ στην Ελλάδα. Όταν μονίμως πέφτουμε έξω, σε

λογαριασμούς που ξέρουμε να τους κάνουμε, γιατί τους κάνουμε κάθε χρόνο ­ όπως

ο δημόσιος προϋπολογισμός ή τα δημόσια έργα ­ πώς δεν υποπτευόμαστε ότι θα

πέσουμε έξω σε έναν ειδικό προϋπολογισμό που δεν έχουμε ξανακάνει ποτέ;

Μήπως, εν τούτοις, αξίζει που πήραμε τους Ολυμπιακούς, προκειμένου «να

προβληθεί η Ελλάδα στο εξωτερικό»; Όχι, δεν αξίζει να ξοδέψουμε 1,5 τρις.

δραχμές, ώστε ύστερα από 7 χρόνια να βρεθούμε στο επίκεντρο της διεθνούς

δημοσιότητας για 20 ημέρες ­ και ύστερα… επιστροφή στην αφάνεια. Αν ξοδεύαμε

το ένα δέκατο μόνο αυτού του κολοσσιαίου ποσού (150 δισ.) και αν το μοιράζαμε

στα επόμενα 7 χρόνια, θα είχαμε διεθνή προβολή πολλαπλάσια σε επικοινωνιακή

αποτελεσματικότητα: Με 20 δισ. τον χρόνο (ήτοι 66 εκατομμύρια δολάρια), θα

είχαμε τις ισχυρότερες εταιρείες διεθνών σχέσεων του εξωτερικού να δουλεύουν

νυχθημερόν για μας, «αγοράζοντας» τη μεγαλύτερη προβολή στις ξένες πρωτεύουσες

και στον ξένο Τύπο. Σχεδόν τετραπλάσια εκείνης που εξασφαλίζει η Τουρκία! Και

όχι «εφάπαξ», για λίγες ημέρες ύστερα από 7 χρόνια. Αλλά συνεχώς ­ από φέτος

και για όλη την επόμενη επταετία.

Και ύστερα, οι Ολυμπιακοί αποτελούν τεράστια ευκαιρία «προβολής» για κάθε

επίδοξο τρομοκράτη, από κάθε γωνιά της Γης! Γι’ αυτό και η περιφρούρησή τους

είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Ακόμη και «φιλοξενούσες» χώρες, με πολύ σοβαρούς

μηχανισμούς ασφαλείας ­ όπως οι ΗΠΑ ­ δεν γλίτωσαν το «απευκταίο». Εμείς ­ που

δεν έχουμε αποτελεσματικούς μηχανισμούς ασφαλείας ­ πού πάμε «ξένοιαστοι και χαρωποί»;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι κερδίζοντας τους Ολυμπιακούς θα «ζοριστούμε» να

τελειώσουμε τα έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα. Αλίμονο, μια σύγχρονη

υποδομή δεν στήνεται εκβιαστικά. Εκβιαστικά φτιάχνονται μόνον έργα βιτρίνας.

Και δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από μια υποδομή που στήνεται με λογική

«έργων βιτρίνας».

Η υποδομή απαιτεί τη δική της αυτόνομη στρατηγική. Δεν αποτελεί το

«παραπροϊόν» μιας φιέστας ­ έστω και τόσο μεγάλης. Για κάθε δημόσιο έργο

πρέπει να υπολογίζουμε τη συγκριτική του χρησιμότητα στο απώτερο μέλλον, όχι

μόνο τη στιγμή που τελειώνει.

Το κόστος συντήρησής του σε βάθος χρόνου, όχι μόνο ως την τελετή των

εγκαινίων. Και τις δυνατότητες επέκτασής του ή συνδυασμού του με επόμενα έργα

υποδομής. Η στρατηγική δημιουργίας υποδομής είναι «ανοικτή» ­ δεν τελειώνει

ποτέ. Αν εμείς προσπαθούμε να φτιάξουμε υποδομή «επ’ ευκαιρία» των Ολυμπιακών

και με «ημερομηνία λήξεως» το 2004, θα μας κοστίσει πολλαπλά. Και ούτε σωστή

υποδομή θα έχουμε στο τέλος.

Στο κάτω – κάτω, αν μας «περισσεύουν» τόσα χρήματα, θα ήταν προτιμότερο να

ενισχύσουμε την Άμυνα και να μειώσουμε δραστικά το χρέος. Είναι πράγματι

ακατανόητο να αγκομαχούμε για να προλάβουμε την ΟΝΕ, να μένουμε πίσω σε

εξοπλισμούς ζωτικούς για την ασφάλειά μας και να δηλώνουμε πρόθυμοι να

ξοδέψουμε κολοσσιαία ποσά για μια φιέστα.

Εκτός από τον Ολυμπισμό, στην Ελλάδα γεννήθηκε και η έννοια του μέτρου. Και

εμείς υποδεχόμαστε τους Ολυμπιακούς ­ που δεν έχουν πλέον καμιά σχέση με το

κλασικό ιδεώδες ­ χάνοντας ταυτόχρονα και κάθε αίσθηση μέτρου.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος