Οι Γερμανοί δεν έχουν συνέλθει ακόμα από το σοκ της αποκάλυψης ότι οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν ακόμα και το κινητό της καγκελαρίου. Εναν χρόνο μετά τις πρώτες αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν, όλοι γνωρίζουν πλέον ότι οι Αμερικανοί είχαν κόμβους συλλογής πληροφοριών τόσο στην πρεσβεία στο Βερολίνο όσο και στο γενικό προξενείο στη Φρανκφούρτη. Αλλά όλες οι απόπειρες του Βερολίνου να αποσπάσει διά της επίσημης οδού περισσότερα στοιχεία από την Ουάσιγκτον έπεσαν στο κενό. Στο μεταξύ, στην Μπούντεσταγκ έχει συσταθεί εξεταστική επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση των υποκλοπών της NSA. Και η Ομοσπονδιακή Γενική Εισαγγελία της Γερμανίας διέταξε την περασμένη εβδομάδα έρευνα εναντίον άγνωστων συνεργατών της NSA μόνο για την περίπτωση παρακολούθησης της Μέρκελ.

Το ερώτημα τι γνώριζαν οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες για την έκταση της δράσης της NSA γίνεται με τις νέες αποκαλύψεις ακόμα πιο πιεστικό, δεδομένου ότι η καγκελαρία είναι ο πολιτικός προϊστάμενος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών BND. Η κυβέρνηση δέχεται ήδη τα πυρά της αντιπολίτευσης. «Με γνώση αλλά και ενεργό συνδρομή της γερμανικής κυβέρνησης χρησιμοποιούνται πληροφορίες που συγκεντρώνονται στη Γερμανία για παράνομους φόνους» είπε ο βουλευτής της «Αριστεράς» Γιαν Κόρτε.

Το νομικό πλαίσιο της Γερμανίας απαγορεύει τις παρακολουθήσεις γερμανών πολιτών εντός των συνόρων της χώρας. Ωστόσο, το 2002 υπογράφηκε μια συμφωνία για τη συνεργασία μεταξύ της αμερικανικής NSA και της γερμανικής BND, η οποία περιλαμβάνει μια ειδική ρήτρα που παρακάμπτει αυτή την απαγόρευση όταν πρόκειται για περιπτώσεις «τρομοκρατικής δραστηριότητας». Εάν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι οι συγκεντρωθείσες πληροφορίες προέρχονται από Γερμανό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των γερμανικών υπηρεσιών. Στη βάση της συμφωνίας εκείνης δημιουργήθηκε ένα κοινό κέντρο της αμερικανικής NSA και της γερμανικής BND για την ανάλυση και αξιολόγηση υποκλοπών με έδρα το Μπαντ Αϊμπλινγκ της Βαυαρίας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στο Μπαντ Αϊμπλινγκ λειτουργούσαν δύο κοινές ομάδες εργασίας για συλλογή και αξιολόγηση στοιχείων. Η πρώτη ομάδα έπαψε να λειτουργεί το 2011 και η δεύτερη το 2012.