Να έχει κατρακυλήσει το εισόδημά σου. Να έχει εξανεμιστεί η σύνταξή σου. Να βρίσκεσαι διαρκώς αντιμέτωπος με το φάσμα της ανεργίας επειδή η οικονομία μένει στάσιμη. Εάν είσαι δε κάπως ενημερωμένος, να υποψιάζεσαι ότι και να έρθει κάποτε η ανάπτυξη, ανθρώπους σαν εσένα θα τους παρακάμψει. Θα πρέπει να αποκτήσεις εντελώς καινούργιες δεξιότητες, να αλλάξεις πιθανόν επάγγελμα, ώστε να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις της τέταρτης τεχνολογικής επανάστασης, όταν η τεχνητή νοημοσύνη θα βγάζει πληθυσμούς ολόκληρους διεθνώς εκτός παραγωγής. Να βλέπεις τον αφρό της νεολαίας να εγκαταλείπει τη χώρα, να ξενιτεύεται δίχως καν σκέψη για επιστροφή. Να παρακολουθείς την κυβέρνηση –την οποία πιθανότατα ανέδειξες με την ψήφο σου, στην οποία επένδυσες φρούδες ελπίδες –να εφαρμόζει μέχρι κεραίας το τρίτο και φαρμακερό Μνημόνιο. Να μη φροντίζει παρά για να βολέψει, να διορίσει τα «δικά της παιδιά». Και εσύ να διαδηλώνεις για το Μακεδονικό.

Εχεις, λες, εθνικές ευαισθησίες. Τα κόκαλα των προγόνων σου τρίζουν με τα καμώματα των Σκοπιανών. Η παρακαταθήκη του Παύλου Μελά σε συνεγείρει.

Οι απειλές των Τούρκων τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν αφύπνισαν τον πατριωτισμό σου; Γιατί δεν πραγματοποιήθηκε ένα μαζικό συλλαλητήριο για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Βόρειας Κύπρου; Γιατί δεν άνοιξε μύτη όταν ο υφυπουργός Ζουράρις –ο προσφάτως αποπεμφθείς επειδή εξύβρισε τους οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων –είπε επί λέξη πως «και να χάσουμε μερικά νησιά δεν πειράζει»; Τι σόι είναι ετούτος ο πατριωτισμός που εξανίσταται με τις αλυτρωτικές αποστροφές στο Σύνταγμα μίας πολύ μικρής, πολύ φτωχής, πληθυσμιακά ανομοιογενούς χώρας, σφυρίζει όμως σχεδόν αδιάφορα όταν απέναντι από τη Χίο κι από τη Μυτιλήνη παρατάσσεται η στρατιά του Αιγαίου με την ημισέληνο;

Δεν είναι πατριωτισμός. Αχτι είναι.

Το άχτι του ανθρώπου ο οποίος νιώθει στριμωγμένος, τρομαγμένος, μετέωρος ανάμεσα σε βεβαιότητες που έχουν οριστικά διαψευστεί και σε προοπτικές που μόνο ευοίωνες δεν φαντάζουν. Η φυσική του ανάγκη να ενωθεί με τους ομοίους του και να αισθανθεί για λίγο κραταιός, υψώνοντας ανάστημα στον πιο αδύναμο ξένο.

Βγαίνεις, Κυριακή μεσημέρι, από το σπίτι σου –πάνω απ’ το οποίο κρέμεται ίσως ένα κόκκινο δάνειο –και κατευθύνεσαι προς την παραλία. Αντικρίζεις στη διαδρομή άνδρες και γυναικόπαιδα να ανεμίζουν γαλανόλευκες και αστέρια της Βεργίνας. Κάποιοι έχουν μασκαρευτεί αρχαίοι Μακεδόνες, άλλοι φοράνε παραδοσιακές στολές του Πόντου –οι Πόντιοι εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το 1922, τι σημασία έχει ωστόσο; Ο Ελληνισμός είναι ένας και αδιαίρετος και δίνει βροντερό «παρών»! Η καρδιά σου ριγεί. Ράσα, καλόγριες, δεσπότες ίστανται πάνω απ’ το πλήθος μαζί με τις χρυσοποίκιλτες πολυθρόνες τους –αν ήξεραν τι θέρμη, τι ηδονή υπέρτατη είχε ο κόσμος του Αλέξανδρου, θα έφριτταν –μα δεν διαβάζουν Καβάφη, στις ψευδοπροφητείες του Παΐσιου βρίσκουν παρηγοριά…

Από το βήμα ένας στρατηγός εξαπολύει κεραυνούς, η λαοθάλασσα τον αποθεώνει, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται, γίνεται πολεμοχαρής. Κανείς σχεδόν, τρεις γενιές τώρα, δεν έχει την παραμικρή εμπειρία από αληθινό πόλεμο. Δεν έχει δει κορμάκια να αναχωρούν καμαρωτά για το μέτωπο και να επιστρέφουν μέσα σε φέρετρα. Ο,τι πολεμικότερο έχουμε γευτεί στην Ελλάδα του 2018 είναι η θητεία, λούφα και παραλλαγή, και οι ψηφιακές μάχες των videogames. Και όμως, ο στρατηγός απευθύνεται στους άκαπνους –που και τα κράνη ακόμα της μοτοσικλέτας τούς στενεύουν, τούς χαλάνε το χτένισμα –σαν να είναι οι καταδρομείς του. Κι εκείνοι κολακεύονται.

Βραχνιασμένος και εθνικά υπερήφανος κάθεσαι στην καφετέρια της γειτονιάς σου. Κοιτάζεις γύρω σου περιφρονητικά όσους έλειψαν από τη μακεδονική πανστρατιά. «Παππούδες δεν έχουν αυτοί;» αναρωτιέσαι. Ενα αεράκι σού ψιθυρίζει τους στίχους του Εγγονόπουλου: «Αν ξαναεπιστρέψω στη Θεσσαλονίκη από την κόλαση, δεν θε ν’ αφήσω τους αγαπητούς μου τους Οβραίους πάλι να με ζουρλάνουνε με τα «είδες Σολομωνίκο –τάδε σύνταγμα –είδες Μωυσή στον τάδε λόχο, ίσως να εσυνάντησες τον Αβραμίκο πουθενά;…»». Μα εσύ κωφεύεις. Την ίδια ώρα, κάποιοι συνδιαδηλωτές σου βεβηλώνουν το μνημείο του Ολοκαυτώματος. Μπαίνεις στο Διαδίκτυο, θαυμάζεις τις φωτογραφίες του μεγάλου πλήθους, του μεγάλου πάθους, «τρέμετε γυφτοσκοπιανοί, σάς φάγαμε αδελφές!» αναγαλλιάζεις.

Ενας κόσμος με βραχυκυκλωμένα όνειρα, με πλαστογραφημένες μνήμες, έχει βγάλει σήμερα το άχτι του. Μαζί τους κι εσύ. Τρέχα από αύριο πάλι για το μεροκάματο, ξαμολήσου να παρακαλάς για τη ρύθμιση του δανείου σου, μέτρα τα φραγκοδίφραγκα για να εξοφλήσεις τον λογαριασμό της ΔΕΗ…