Σύμφωνα με μια σοβαρή οικονομική θεωρία, η Ελλάς θα καταρρεύσει όταν τα τάπερ θα πάψουν να ρέουν από την επαρχία προς στις πόλεις. Τότε θα προκύψει η πραγματική πείνα. Αλλά φαίνεται ότι ήδη η χώρα βυθίζεται, αφού τα τάπερ με τα ντολμαδάκια επέστρεψαν από τις πόλεις στις κοντινές αμμουδιές –κι όχι μόνο με ντολμάδες, αλλά και με κεφτεδάκια της δεκαετίας του ’60. Του εξήντα οι εκδρομείς επανακάμπτουν, εξήντα χρόνια μετά το ’60.

Σπειροειδώς, άρα, κινούνται οι λαχανοντολμάδες στην Ιστορία. Και ξαναζούμε, πλέον, τα κάποτε ένδοξα «Συμπεθέρα beach». Δηλαδή μια κατάσταση αφόρητου συνωστισμού στις κοντινές παραλίες, που μπορεί να περιγραφεί επαρκώς με τη φράση «πάρ’ το πόδι σου απ’ το στόμα μου». Μάχες σώμα με σώμα και κυτταρίτιδα με κυτταρίτιδα για ένα μέτρο όχι γης, αλλά άμμου. Μυριάδες, λεφούσια λαού εκδράμουν και διακτινίζονται με κάθε μέσο στις πλησίον θάλασσες, τις κοντινότερες, για να δροσιστούν –αν, βέβαια, αυτό μπορεί να θεωρηθεί δρόσισμα κι όχι πάστωμα με τον τρόπο που γίνονται οι αντσούγιες Καλλονής.

Και είναι λογικό: η βενζίνη είναι κάτι σαν τιμαλφές του Λαλαούνη και η διανυκτέρευση σε φτηνό κατάλυμα φαντάζει ως σουίτα στην Ελούντα.

Αρα, ο σοσιαλισμός τα κατάφερε. Επιστρέφουμε ολοταχώς σε περασμένους πολιτισμούς –απλά, το μόνο καινούργιο στη γενική εικόνα είναι τα κινητά στα χέρια των, υποτίθεται, λουομένων, τα οποία δεν τα αποχωρίζονται ούτε καν μέσα στη θάλασσα. Η δε εταιρεία που θα βγάλει και αδιάβροχα φορητά θα έχει γκραν σουξέ, αφού ο Ελλην θα είναι πλέον ευτυχής μόνο αν κάνει βουτιές χωρίς να πάψει να στέλνει SMS και υποβρυχίως.

Ξαναβλέπουμε επομένως σκηνές της παιδικής ηλικίας, αλλά με πολύ περισσότερο κόσμο: συμπεθέρες με τσεμπέρια και άπειρα παιδιά, μανάδες, πατεράδες, greek lovers και γκαραζοτεκνά, φιλάρεσκα, κι άγαν σκαφτά μαγιό, χιλιάδες νέα κορμιά που γίνονται επί ώρες φλαμπέ ξαπλωμένα στον ανελέητο ήλιο –κι ας πά’ να λένε οι επιστήμονες και οι πάντες πως οι υπεριώδεις προκαλούνε την κακιά αρρώστια. Τσιρίδες παντού, ιδίως τα πιτσιρίκια που δεν μπορούν να κολυμπήσουν αν δεν ουρλιάζουν –τα Ελληνάκια, κυρίως, γιατί τα παιδιά των ξένων κολυμπάνε και παίζουν ήσυχα και μια χαρά. Αλλά και οι έλληνες γονείς φωνάζουν διαρκώς προς τα παιδιά σε υπερπροστατευτικό τόνο –εκείνο το «μη, Γιαννάκη, στα βαθιά» επανήλθε πολλαπλασιασμένο στη διαπασών, αβάσταχτο.

Γιαγιάδες που μπαίνουν ώς τα γόνατα και παραμένουν εκεί κάνα δεκάλεπτο για τον γνωστό λόγο. Και μάλιστα γιαγιάδες του παλιότερου καιρού, που αναγκάζονται να υφίστανται την ψωρο-λάτιν μουσική και τα ντάμπα-ντούμπα του μπιτσόμπαρου, αφού ο ντισκ τζόκεϊ πιστεύει πως έτσι μας διασκεδάζει. Τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του ’60 ακούγαμε απ’ τα παραλιακά τζουκ-μποξ Καζαντζίδη, Σπύρο Ζαγοραίο, Πάνο Γαβαλά και Ρία Κούρτη, τους καημούς των ξενιτεμένων και μαργώναμε απ’ τα βαριά μελό και την οργή της προδοσίας –τώρα πώς να νιώθει μια εκπρόθεσμη γιαγιά απ’ την Κάτω Τούμπα που ακούει χέβι μέταλ μέσα σε αυτή τη ζέστα και τη στριμωγμένη κατάσταση;

Τα μπιτσόμπαρα είναι βέβαια νεότερη εφεύρεση, δεν υπήρχαν στη χουνταία ή πριν εποχή. Αν δεν ακουγότανε, τότε, κανένα λυγμικό τραγουδάκι απ’ τις κοντινές ψαροταβέρνες, το πολύ να άνοιγε κανένα τρανζίστορ –τώρα, με τα πανίσχυρα μεγάφωνα των μπιτς μπαρ, η μουσική σε καταδιώκει ανελέητα ακόμα και αν έχεις κολυμπήσει δυό χιλιόμετρα προς τα μέσα, προς τα βαθιά. Μπορεί και να πνιγείς αθέλητα στην προσπάθεια να γλιτώσεις απ’ αυτήν ή να χαθείς εθελοντικά αν είναι πολύ καθαρά τα νερά –πώς το γράφει ο Ελύτης: «Μια βάρκα που βυθίζεται από απόλαυση».

Είπαμε: τα μόνα διαφορετικά είναι το κινητό, το μπιτς μπαρ και η πανίσχυρη μουσική. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχουν αλλαγές. Ρακετοφόροι φιλετοτσολιάδες συμπατριώτες παίζουνε τάκα-τούκα μπροστά σου, σε απόσταση δύο βημάτων, σφίγγοντας επίμονα τους κοιλιακούς –ενίοτε αποκρούεις το μπαλάκι τους με κεφαλιά. Οι γιαγιάδες και οι μαμάδες φωνάζουν διάτορα. Οι λουκουματζήδες ολόιδοι ακριβώς, ανεξέλικτοι, όπως πριν από εξήντα χρόνια, με τον ίδιο ακριβώς μπακιρένιο νταβά τον σκεπασμένο με νάιλον σε στυλ καμπύλου τρούλου, μαυριδεροί, με σηκωμένα μπατζάκια και κασκέτο καπετάνιου, διαλαλούν τους λουκουμάδες τους περπατώντας εκεί που σκάει το κύμα, διότι ουκ έστιν άλλος τόπος λόγω κοσμοσυρροής. Πώς το έλεγε ο Τσιφόρος; «Κόσμος και κοσμάκης και κουραδόπλαση», φράση που ίσως σήμερα θα ήγειρε αντιρατσιστικό σχόλιο.

Ενας κόσμος τσακισμένος, καθημαγμένος, που γρήγορα ξέπεσε απ’ τα εξοχικά της Βουρβουρούς και τις μεζονέτες του Ποσειδίου στις κοντινές, λαϊκές αμμουδιές. Μια μεσαία τάξη που απογυμνώθηκε εν ψυχρώ (στο όνομα του λαού) και ψάχνει την αυταπάτη της δροσιάς σε ντολμαδοκαταστάσεις του 1960. Ενας λαός ταπεινωμένος και άπελπις που αναγκάζεται να λιάζεται κοπαδιαστά, να τρώει χθεσινά, σπιτίσια κεφτεδάκια στην άμμο και να κολυμπάει μαζικά σε θολά νερά που αναβράζουν φτηνό αντηλιακό και ιδρώτα. Που αγοράζει μαϊμού-γυαλιά ηλίου και χαϊμαλιά του ενός ευρώ από έγχρωμους, δυστυχείς πρόσφυγες που οργώνουν φορτωμένοι τις παραλίες- ιδού μια αφαιρετική αλλά πλήρης εικόνα της χώρας του 2017.

Συμπεθέρα beach. Αυτό θέλανε κάποιοι «προοδευτικοί» άνθρωποι; Ναι. Διότι η μιζέρια εμπνέει ουκ ολίγους. Η ροπή προς την κακομοιριά, την ηττοπάθεια, την ψευδο-λαϊκότητα, τη μικρότητα. Απεχθάνονται τον πλούτο, την ομορφιά, τα καθαρά νερά. Την ιδιωτικότητα, τη δημιουργικότητα, την άνεση. Τον έρωτα, την ατομική ελευθερία, τα ωραία καταστήματα, την ευμάρεια, την ευτυχία, τα νιάτα.

Μας θέλουνε μαντρωμένους σε ένα όραμα γενικής ένδειας και απόλυτης εξάρτησης απ’ αυτούς. Ομως, πέρασαν οι εποχές που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Οι καιροί και τα κεκτημένα της Ευρώπης δεν αντέχουν τέτοια ιδεολογήματα.

Οπότε, όλα, πάλι θα αλλάξουν. Σιγά σιγά, οδυνηρά, ή πολύ γρήγορα, ραγδαία, όλα θα αλλάξουν. (Σε καμιά πεντηκονταετία).

Πώς το λέει ο ποιητής: «Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;».