«Στο Αουσβιτς μού αρέσει η κρεμάλα του παππού μου» αναφέρει σε συνέντευξή του ο Ράινερ Ες, ακτιβιστής αντιφασίστας, εγγονός του διοικητή του Αουσβιτς, Ρούντολφ Ες (Rudolf Höss· δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον συνονόματό του κορυφαίο συνεργάτη του Χίτλερ Rudolf Hess, που πέθανε υπέργηρος στις φυλακές Σπαντάου στο Βερολίνο το 1987), με αφορμή πρόσφατη εκδήλωση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στις 22 Απριλίου όπου και συνομίλησε με τον ιστορικό Τάσο Σακελλαρόπουλο για τη φρίκη του Ολοκαυτώματος και το αδιανόητο τού να φέρεις το επώνυμο ενός εκ των κύριων συντελεστών του.

Η δίκη του Αϊχμαν

Περίπου πέντε δεκαετίες πριν, μια ανάλογη περίπτωση είχε αποτελέσει αφορμή για τη συγγραφή δύο επιστολών που περιέχονται στο βιβλίο «Εμείς οι γιοι του Αϊχμαν». Το 1964 ο Γκίντερ Αντερς, σημαντικός φιλόσοφος, μαθητής του Χούσερλ και του Χάιντεγκερ, διακεκριμένος στοχαστής αλλά και (με τη σημερινή ορολογία) «ενεργός πολίτης», συντάσσει μια ανοικτή επιστολή την οποία απευθύνει στον Κλάους Αϊχμαν, γιο του εγκεφάλου της Τελικής Λύσης Αντολφ Αϊχμαν, στον απόηχο της συνταρακτικής δίκης του τελευταίου το 1961 στην Ιερουσαλήμ, ύστερα από τη μυθιστορηματική απαγωγή του στην Αργεντινή από ισραηλινούς πράκτορες. Η δίκη του Αϊχμαν, όπως καλά γνωρίζουμε, αποτέλεσε αφορμή για να διατυπωθεί η περίφημη θεωρία της Χάνα Αρεντ (συζύγου του Γκίντερ Αντερς από το 1929 έως το 1937) σχετικά με την «κοινοτοπία του κακού». Η ριζοσπαστικότητα της θεωρίας της Αρεντ συνίστατο στο εγχείρημά της να καταδείξει ότι το κακό δεν αποτελεί μια «εξαίρεση», μια αποκρουστική στα μάτια του παρατηρητή παρέκκλιση από το ηθικά ορθό και πρέπον που συναντάται σε «διεστραμμένες προσωπικότητες», αλλά μια δυνητική κατάσταση που σε συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να εκδηλωθεί «επιλέγοντας» απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Αν όμως είναι έτσι, η προσωπική ευθύνη πού βρίσκεται; Αποτελεί παράγοντα εξαγνισμού, μια άτυπη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το γενικότερο διανοητικό και πολιτισμικό κλίμα μιας κοινωνίας, προκειμένου να υποβαθμιστεί η προσωπική ευθύνη ενός εκάστου απέναντι σε προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή και τερατώδεις καταστάσεις που απαιτούν ανοχή, συνενοχή και ενίοτε συνεργασία; Πρόκειται βέβαια για ένα καθοριστικής σημασίας ερώτημα, το οποίο βασανίζει θεωρητικούς που ασχολούνται με την ερμηνεία της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά και πούρους κοινωνιολόγους οι οποίοι διχάζονται ανάμεσα στις θεωρίες δομής και υποκειμένου: κοντολογίς, οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία ή η ιστορία τους ανθρώπους; Ανθρωπόμορφα τέρατα σαν τον Αϊχμαν, τον Χίμλερ και τον Ες έφτιαξαν το Ολοκαύτωμα ή οι τελευταίοι ήσαν και αυτοί «θύματα» (πόσο απαίσια φαντάζει η λέξη, ας με συγχωρήσουν οι απόγονοι των πραγματικών θυμάτων) μιας ιστορικής «εποχής» που τους μετέτρεψε σε αδίστακτους δολοφόνους, πρωτεργάτες μιας πρωτοφανούς στην έκταση και τη συστηματικότητά της μαζικής εξόντωσης αθώων ανθρώπων; Και το ερώτημα βέβαια μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε ιστορική στιγμή που η βαρβαρότητα επιβεβαιώνει με δραματικό τρόπο τη γνωστή ρήση ότι «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος» (Homo homini lupus). Αν, ας πούμε, οι βασανιστές των δικτατορικών καθεστώτων υπήρξαν δημιούργημα των ιστορικών συνθηκών και φορείς απολύτως συγκεκριμένων κοινωνικών χαρακτηριστικών (άτομα με χαμηλή μόρφωση και συνάμα ανύπαρκτη ικανότητα ανάγνωσης του κόσμου, υποκείμενα σε μια εκπαίδευση διάστικτη από προπαγάνδα, μίσος και φανατισμό που σίγουρα τούς υπερβαίνει), τότε ποια είναι η προσωπική ευθύνη τους για τα εγκλήματα στα οποία προέβησαν;

Η ηθική υποχρέωση

Σε αντίθεση με την Αρεντ με την οποία και υπόρρητα συνεχώς συνομιλεί, ο Γκίντερ Αντερς τονίζει απερίφραστα την ηθική υποχρέωση του κάθε ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη φρίκη. Βεβαίως, ο Αντερς δεν ολισθαίνει σε μια υποβάθμιση των αντικειμενικών δεδομένων, των προϋποθέσεων του ανείπωτου. Κάθε άλλο μάλιστα. Στο σημείο αυτό, η ερμηνεία του ανακαλεί στη μνήμη του αναγνώστη πολύ έντονα τις θεωρίες που παρήχθησαν στα μέσα του εικοστού αιώνα από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, με εξέχοντα μέλη της οποίας ο Αντερς είναι γνωστό ότι συνομιλούσε. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί με τα πλέον μελανά χρώματα τη σύγχρονη κοινωνία, μια κοινωνία βαθύτατα ολοκληρωτική και αυταρχική, η οποία χαρακτηρίζεται από την αποθέωση της τεχνικής και της αρχής της μέγιστης απόδοσης (και οι δύο αυτές παράμετροι θα βρουν την εφαρμογή τους στην «επιστημονικών προδιαγραφών» υλοποίηση της φρίκης). «Την αισιόδοξη και αφελή σκέψη του 19ου αιώνα πως η άνοδος του επιπέδου της τεχνικής θα συνεπέφερε αυτόματα και τον «διαφωτισμό» των ανθρώπων πρέπει οριστικά να την ξεχάσουμε» γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 34). Αυτές οι πραγματικότητες του εργαλειακού λόγου είναι το κέλυφος για τον ολοκληρωτισμό του Μεσοπολέμου και όχι το αντίθετο όπως ίσως πιστεύουμε. Μια κατάσταση εσωτερικής βαναυσότητας, που παρά την ήττα του φασισμού και του ναζισμού στον Μεγάλο Πόλεμο μπορεί να ανασυγκροτήσει και πάλι, ισχυρίζεται ο Αντερς, τις συνθήκες γένεσης ανάλογων φαινομένων. Ο όρος που ξεκλειδώνει την ερμηνεία του για το Ολοκαύτωμα έρχεται ακριβώς από αυτή την προσέγγιση και είναι ο όρος «απόκλιση»: ως απόκλιση περιγράφεται το χάσμα, το κενό που στην αυγή της μεταπολεμικής περιόδου μεγεθύνεται επικίνδυνα, ανάμεσα στην αναπαραστατική ικανότητα του ανθρώπου και τις συνέπειες των πράξεών του. Εχοντας ζήσει εκ των ένδον την εμπειρία του φορντισμού και τις ολέθριες για τη φαντασία και την αισθαντικότητα του ανθρώπου συνέπειες του τεϊλορισμού, ο Αντερς αποδίδει στον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης ευαισθησίας τη δημιουργία τερατωδών καταστάσεων. Επεκτείνοντας τρόπον τινά τη θεωρία της Αρεντ, ο Αντερς δείχνει πως όντως ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, ένας συνήθης «μεροκαματιάρης» που πασχίζει να φέρει εις πέρας τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, μπορεί να μετατραπεί σε ανελέητο, αδίστακτο εγκληματία. Εξού και ο κατά Αντερς ορισμός της «αμαρτίας», έννοιας που την αποσπά από τις κυρίαρχες θεολογίες και της αποδίδει ηθικό και αναμφίβολα πολιτικό περιεχόμενο: «Αμαρτία είναι σήμερα η εκμετάλλευση του γεγονότος πως είμαστε τυφλοί απέναντι στα αποτελέσματα των πράξεών μας» διατείνεται (σελ. 121).

Ισχύει τούτο για τον Αντολφ Αϊχμαν; Ο Αντερς απαντά κατηγορηματικά πως όχι. Ο Αϊχμαν δεν ήταν ένας απλός «υπάλληλος». Ηταν αυτός που είχε εικόνα του τελικού αποτελέσματος, η αναπαραστατική ικανότητα δεν του έλειπε, αντίθετα η Τελική Λύση ήταν το εξαρχής ζητούμενο και όχι το ανεξέλεγκτο αποτέλεσμα μιας αυτορρυθμιζόμενης δολοφονικής μηχανής που κατέληξε στην «παραγωγή» περίπου έξι εκατομμυρίων πτωμάτων.

Η δεύτερη επιστολή

«Η αλήθεια πρέπει να θριαμβεύσει ενάντια στα ταμπού»

Συντάσσοντας την πρώτη επιστολή του το 1964 ο Αντερς απευθύνεται σε ένα ακόμη «θύμα» του Αϊχμαν, στον γιο του, Κλάους. Ο λόγος του δεν είναι διδακτικός αλλά βαθιά πολιτικός. Αναγνωρίζοντας το οδυνηρό του βάρους να φέρει κανείς το επώνυμο «Αϊχμαν» και τη δυσκολία να αποκηρύξει έναν πατέρα, πιθανώς στοργικό και καλό απέναντι στον ίδιο, τον καλεί να συνταχθεί στον αγώνα ενάντια στην προοπτική του πυρηνικού ολέθρου, ώστε αυτός, το «θύμα νούμερο 6.000.001» της ναζιστικής θηριωδίας όπως τον χαρακτηρίζει, να βρει την εξιλέωση. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1988 ο Αντερς απογοητευμένος και εμφανώς εξοργισμένος από την απροθυμία του Κλάους Αϊχμαν να αποστασιοποιηθεί από τα πεπραγμένα του πατέρα του, συντάσσει μια δεύτερη επιστολή, την οποία τιτλοφορεί «Κατά της αδιαφορίας». Ο Αντερς αναγνωρίζει και πάλι τη δυσκολία του Αϊχμαν να παραβεί την πανάρχαια εντολή για υιική αφοσίωση προς τον πατέρα, ωστόσο στιγματίζει τη στάση αυτή δεδομένου ότι το μέγεθος της φρικαλεότητας απαιτεί, δεν καθιστά απλώς δυνητικό, το ξεπέρασμα όλων των ταμπού, ακόμη και της εντολής «τίμα τον πατέρα σου». «Η αλήθεια πρέπει να θριαμβεύσει ενάντια στα ταμπού, ενάντια σε όλα. Αρα και επί της ασυλίας των γονέων» αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο Κλάους Αϊχμαν δεν κατάφερε ποτέ να περάσει στην απέναντι όχθη, κάτι που αντίθετα ο Ράινερ Ες έπραξε με θάρρος, έστω και αν αναγκάστηκε με οδυνηρό τρόπο και τεράστιο προσωπικό κόστος να κόψει τους δεσμούς του με μια (αμετανόητη) οικογένεια που ποτέ δεν του το συγχώρησε. Υπό την έννοια αυτή και παραφράζοντας τον Γκίντερ Αντερς, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δηλώσουμε εμφατικά πως είμαστε «αδέλφια τους Ες». Του Ράινερ βεβαίως. Οχι του Ρούντολφ.

Gunther Anders

Εμείς οι γιοι του Αϊχμαν

Μτφ: Κώστας Σπαθαράκης,

Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης,

Εκδ: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005, σελ. 156

Τιμή: 9 ευρώ