Το «Γυμνό γεύμα» και το «Queer» που επανεκδόθηκαν πρόσφατα στην οριστική τους εκδοχή είναι δύο εμβληματικά έργα για γερά στομάχια που μισό αιώνα μετά την πρώτη έκδοσή τους αξιολογούνται όχι αναγκαστικά για τις λογοτεχνικές τους αρετές όσο για τον ανατρεπτικό κοινωνικό τους ρόλο. Η περιπετειώδης ζωή του Μπάροουζ (1914-1997) δεν είναι ανεξάρτητη από τη συγγραφή του «Γυμνού γεύματος» που παρήχθη αποσπασματικά κατά τη διαμονή του στο κοσμοπολίτικο λιμάνι της Ταγγέρης, στο Βόρειο Μαρόκο, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο Μπάροουζ είχε καταφύγει εκεί έπειτα από ποικίλες περιπλανήσεις ανά τον κόσμο σε αναζήτηση φτηνής ντρόγκας και πρόθυμων αγοριών. Προηγουμένως είχε σκοτώσει τη δεύτερη σύζυγό του (1951) στο Μεξικό παίζοντας τον «Γουλιέλμο Τέλλο» σε κατάσταση μέθης, γεγονός που δεν είναι – όπως ομολογεί ο ίδιος – διόλου άσχετο με την έναρξη συγγραφής του «Queer».

Προνομιούχο παιδί, από ευκατάστατη οικογένεια του Σεντ Λούις του Μιζούρι, απόφοιτος του Χάρβαρντ, με μακρά διαμονή στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου όπου παντρεύτηκε τη Γερμανοεβραία Ιλσε Κλάπερ προκειμένου να τη διασώσει από τους Ναζί, ο Μπάροουζ απαρνήθηκε από νωρίς τις συμβατικότητες της τάξης του και επιδόθηκε σε εξερεύνηση του υποκόσμου και, μεταφορικά, των αδύτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην Ταγγέρη, την «Πύλη της Αφρικής», συγκεντρώνονταν τον καιρό εκείνο συγγραφείς που τους είλκυε η διεπιφάνεια Ανατολής και Δύσης (Πολ Μπόουλς, Γκορ Βιντάλ, Τρούμαν Καπότε, Τένεσι Ουίλιαμς). Για τον σαραντάχρονο Μπάροουζ ήταν ο παράδεισος.

Λίγο πριν εκδοθεί το «Γυμνό γεύμα» είχαν κυκλοφορήσει το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ, η «Λολίτα» του Ναμπόκοφ και η μη λογοκριμένη έκδοση του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» του Ντ. Χ. Λόρενς. Το «Γυμνό γεύμα» έμελλε λοιπόν να φυτρώσει στο εύφορο έδαφος της αμφισβήτησης, της υποκουλτούρας και της πλαγιοκόπησης της βιομηχανικής κοινωνίας ενώ το «Queer» παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το 1985. Ο ίδιος ο συγγραφέας του το θεωρούσε πρωτόλειο αλλά και οι διαθέσεις των εκδοτών ήταν αμφίσημες εκείνη την εποχή όπου η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ασθένεια και οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις βόμβα στο μαλακό υπογάστριο της Αμερικής μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου.

Το αυτοβιογραφικό αυτό μυθιστόρημα ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων ή γενικότερα των έργων τέχνης που περιβάλλονται από έναν θρύλο. Συχνά η ποιότητα αυτής της κατηγορίας των έργων τίθεται σε παρένθεση. Αυτό που κυριαρχεί είναι οι συνθήκες πραγμάτωσής τους, οι πολεμικές που τα συνόδευσαν, η επίδρασή τους στο ευρύτερο κοινό και ενδεχομένως οι πολιτισμικές ανατροπές που γέννησαν. Ειδική βαρύτητα αποκτά η ίδια η ζωή του συγγραφέα αλλά και οι προθέσεις του. Στην περίπτωσή μας, τις προθέσεις του ακριβώς είχε επικαλεστεί ο Μπάροουζ όταν κατηγορήθηκε για αναίτια αισχρολογία, βαναυσότητα, έλλειψη καλού γούστου, άνοιγμα του ανθρωπίνου βόθρου, τυχάρπαστη συρραφή, κουραστικές επαναλήψεις, αποσπασματικότητα και δόλιες υπερβολές. Μα αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω, απαντούσε, κάτι που σύμφωνα με τους κριτικούς της μαρξιστικής σχολής υποδήλωνε ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο ιδεολογικών παραδοχών.

Ως εμβληματικό κείμενο και θεμέλιο του κινήματος των μπιτ, το «Γυμνό γεύμα» δεν είναι διόλου ανεξάρτητο από τις συνθήκες παραγωγής του. Οι συνιδρυτές του κινήματος Αλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ έβαλαν το χέρι τους τόσο κατά τη διαδικασία παραγωγής του βιβλίου από αποσπασματικά κείμενα και επιστολές με την τεχνική της «λεκτικής συναρμολόγησης» όσο και κατά τη μακρά πορεία του χειρογράφου από εκδότη σε εκδότη ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού μέχρι την πρώτη του έκδοση το 1959 στο Παρίσι από την Olympia Press.

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι το alter ego του Μπάροουζ, ο Ουίλιαμ Λι. Η πλοκή είναι στοιχειώδης. Ο ήρωας μοιάζει να συγκολλάει βινιέτες καθώς περιφέρεται από εμπειρία σε εμπειρία, από ουσία σε ουσία, από ερωτικό σύντροφο σε ερωτικό σύντροφο. Με ιδιάζουσα αίσθηση του χιούμορ και αυτοσαρκασμό, ο Μπάροουζ περιγράφει με έντονα χρώματα τις περιπέτειες και κυρίως τις φαντασιώσεις του με μια γλώσσα τόσο φορτωμένη από «κακές λέξεις» που συχνά σου προκαλεί τα γέλια. Μέσω διαρκούς ανάδευσης του υλικού και συχνών επαναλήψεων, παρακολουθούμε τον ήρωα να παίζει κρυφτούλι με τους μπάτσους, να ταξιδεύει προς αναζήτηση φτηνών ουσιών, να εκπορνεύει και να εκπορνεύεται ενώ καθ’ οδόν συναντά διάφορους χαρακτήρες που θα γίνουν έκτοτε εμβληματικοί στην αντεργκράουντ πρόζα και την ποπ κουλτούρα (μεταξύ τους ο κυνικός Δρ Μπένγουεϊ). Ο Μπάροουζ χρησιμοποιεί ποικίλες μεταφορές για να αποδώσει τον κόσμο μας. Η Ταγγέρη μεταβάλλεται σε Διαζώνη, οι ΗΠΑ αποδίδονται ως Φρίλαντ – ένα είδος κόλασης όπου η ελευθερία έχει καταλύσει όλες τις κοινωνικές σταθερές – ενώ εμφανίζεται και η Ισλάμ ΑΕ, ένα είδος εμπορευματοποιημένης παραδοσιακής κοινωνίας. Η μετάφραση καταφέρνει να συλλάβει την εφιαλτική ατμόσφαιρα και την ιδιωματική γλώσσα του πρωτοτύπου.

Εφιαλτική αλληγορία και σαρκαστική αυτοαναφορά, το «Γυμνό γεύμα» που επανακυκλοφόρησε το 2001 με προσθήκες και σχόλια από τους εκδότες προκάλεσε διαμάχες κυρίως λόγω της άμετρης κοπρο-σπερμολογίας του. Εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς στις μέρες μας και τις δύο πλευρές, από τον αποθεωτικό Νόρμαν Μέιλερ μέχρι το φιλολογικό ένθετο των Times που το υποδέχτηκαν με τον τίτλο «Ωχ!». Σε κάθε περίπτωση, η παρούσα εμπλουτισμένη έκδοση απευθύνεται κατ’ εξοχήν σε όσους ενδιαφέρονται για την πολιτισμική και κοινωνική ιστορία του δευτέρου ημίσεως του εικοστού αιώνα.