Το μικρό βιβλιαράκι επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις: διαβάζεται απνευστί ως ποίηση. Διαβάζεται ως απάνθισμα σημειώσεων με τη δική τους παράδοξη συνοχή. Διαβάζεται ως ενότητα πεζών σπαραγμάτων
Αυτό που τώρα αποτελεί αυτοτελές βιβλίο- με αρχή, μέση και τέλοςυπήρξε το ημερολόγιο μιας ηδυπαθούς συγγραφέως, οι σημειώσεις οδύνης και αγωνίας εν μέσω μιας οριακής και υποφωτισμένης στιγμής της, που έζησε η χαρισματική Φρανσουάζ Σαγκάν.

Το Τοξίκ, για την ακρίβεια, είναι το ημερολόγιο που κράτησε η Σαγκάν όταν εισήχθη για αποτοξίνωση σε ειδική κλινική, αφού προηγουμένως είχε εθιστεί σε ένα υποκατάστατο της μορφίνης – το λεγόμενο «875» ή Πάλφιουμ- που της χορηγήθηκε ως παυσίπονο κατά την τρίμηνη νοσηλεία της μετά το σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα που είχεστα 22 της το καλοκαίρι του 1957.

Η συγκεκριμένη συγγραφέας υπήρξεο περιπετειώδης βίος της. Μπουάτ, ποτό, ναρκωτικά και μια απίστευτη επιτυχία: Το πρώτο μυθιστόρημά της, στα δεκαοκτώ της χρόνια, με τον τίτλο Καλημέρα θλίψη, αποσπά το βραβείο των κριτικών και της ανοίγει την πόρτα της εμπορικότητας και της δημοφιλίας. Εναν χρόνο πριν από το τροχαίο, το δεύτερο βιβλίο της Ενα κάποιο χαμόγελο γνωρίζει επίσης διεθνή επιτυχία αν και η εξάρτηση από το ποτό θα συνοδεύει μέχρι το τέλος το άλλοτε παιδί-θαύμα, τον θηλυκό Ρεμπό με το δανεισμένο από τον Προυστ ψευδώνυμο Σαγκάν.

Και το 1957 τη βρίσκει καθηλωμένη σε κλινική μετά το τρομερό ατύχημα που είχε με την Αston Μartin της. Ο εθισμός της στο παυσίπονο Πάλφιουμ την οδηγεί στο εγχείρημα της αποτοξίνωσης και αυτήν την προσπάθεια περιγράφει σελίδα τη σελίδα η Σαγκάν στο Τοξίκ. Ο φόβος, η μοναξιά, η πτώση, το κενό, οι φίλοι, η χαρά της γραφής και το βάλσαμο των αναγνωσμάτων στοιχίζονται στις σύντομες σημειώ σεις της συγγραφέως που μπορούν να διαβαστούν ως πρόζα ή ως ποίηση, αν και πάνω απ΄ όλα αποτελούν το ντοκουμέντο μιας εμπειρίας αποτοξίνωσης, ένας εσωτερικός- τραγικόςμονόλογος που συνοψίζεται στο σπάραγμα «Πάει καιρός που δεν έχω ζήσει με τον εαυτό μου. Είναι ένα περίεργο αίσθημα». Και μπορεί στις πρώτες σελίδες να παρακολουθούμε την αγωνία και τον φόβο της, στην πορεία όμως του ημερολογίου η Σαγκάν δείχνει να αυτοθεραπεύεται («τεχνητέ παράδεισε που δεν γνωρίζεις πόνο, δεν θα σε ξαναβρώ»), αλλάζει οπτική απέναντι στα πράγματα και απ΄ τον τρόμο του κενού και του θανάτου οδηγείται στη φωτεινή πλευρά της ζωής και λυτρώνεται μέσω της γραφής, σημειώνοντας η ίδια: «Να που τούτο το μικρό ημερολόγιο της αποτοξίνωσης έφτασε στο τέρμα του. Η αποτοξίνωση ήταν ήπια και το ημερολόγιο σωτήριο. (…) Φοβάμαι κι έχω βαρεθεί να φοβάμαι».

Το γραπτό αποτελεί αδιαίρετο έργο με την εικονογράφηση του Μπερνάρ Μπιφέ: τη σινική μελάνη που βουτάει στο μαύρο και αποτυπώνει την ατμόσφαιρα συμπληρώνοντας την αφήγηση. Μια αφήγηση που ο Θανάσης Τζαβάρας στον πρόλογό του παρομοιάζει με κρυστάλλινη ελεγεία.